Ήταν πολλές οι περιπτώσεις που επιχειρήθηκαν παραγωγές αντίστοιχες σε ύφος, σενάριο ή σκηνοθεσία.
Σε αυτό το πλαίσιο γυρίστηκε το 1967 το πρώτο ελληνικό γουέστερν με τίτλο «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω»!
Ήταν παραγωγής «Finos Film» και σκηνοθέτης του (στην πρώτη του μάλιστα δουλειά) ήταν ο Νίκος Φώσκολος.
Πρωταγωνιστούσαν μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως οι Κώστας Καζάκος, Αντώνης Αντωνόπουλος και Μέμα Σταθοπούλου, οι οποίοι πλαισιώνονταν από επίσης σπουδαίους ηθοποιούς, όπως οι Σπύρος Καλογήρου και Μπέτυ Αρβανίτη.
Τα γυρίσματα έγιναν στην ελληνική ύπαιθρο (συγκεκριμένα στα τοπία της λίμνης Στυμφαλίας στην ορεινή Κορινθία) και η ταινία είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία:
Απέσπασε καλές κριτικές, ήρθε στην 24η θέση ανάμεσα σε 99 ελληνικές ταινίες της σαιζόν (με 307.094 εισιτήρια) και κέρδισε το βραβείο καλύτερης μουσικής στο 8ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Όσο για την πλοκή της, ήταν βασισμένη στα κλασικά «σπαγγέτι γουέστερν»:
Εξαιτίας μιας τραγικής παρεξήγησης, ο αγρότης Στάθης Καρατάσος κατηγορείται για τον φόνο ενός ληστή.
Εκτός από φονιάς, συλλαμβάνεται ως αρχηγός συμμορίας και μπαίνει στη φυλακή.
Πριν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, καταφέρνει να αποδράσει και οι Αρχές ξεκινούν να τον καταδιώκουν.
Στην προσπάθεια λοιπόν να τον πιάσουν, επιστρατεύουν έναν άλλον κατάδικο, τον Τσάκο, να τον εντοπίσει «ζωντανό ή νεκρό», με αντάλλαγμα να κερδίσει την ελευθερία του.
Εκτός απ’ όλους αυτούς, τον Καρατάσο καταδιώκουν και άλλοι ληστές της περιοχής, που θεωρούν ότι ο φυγάς έχει στην κατοχή του τα λάφυρα της ληστείας που υποτίθεται πως είχε κάνει.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια του ανελέητου ανθρωποκυνηγητού που ακολουθεί ο Στάθης σώζει τη ζωή του Τσάκου.
Και αφού γνωρίζει την οικογένειά του και γίνονται πλέον σύμμαχοι, παλεύουν μαζί για τη ζωή τους απέναντι στους ληστές που τους καταδιώκουν με μανία.
Ενώ λοιπόν το σενάριο είχε μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα εξέλιξη και γενικά η δουλειά του Φώσκολου στο ντεμπούτο του απέσπασε θετικά σχόλια, υπήρξε ένα κραυγαλέο σκηνοθετικό λάθος.
Μια αλληλουχία σκηνών με μια εξόφθαλμη διαφορά.
Διότι σε κάποιο σημείο ο κατάδικος Τσάκος ανεβαίνει στο βουνό, ψάχνοντας τον Καρατάσο.
Κι ενώ αρχικά έχει πυκνό μαλλί και μούσι, λίγο μετά παρουσιάζεται με γένια… τριών ημερών!
Μετά από πέντε λεπτά ποδαρόδρομο (που πιθανότατα του φάνηκαν αιώνας), το μούσι του μεγάλωσε ξανά.
Και σε επόμενη σκηνή, όπου βρίσκεται πάνω στο άλογο, τα γένια και τα μαλλιά… κόντυναν και πάλι ως δια μαγείας.
Τελικά το αναποφάσιστο μούσι μεγάλωσε ξανά και τελείωσε με αυτό την ταινία, αφήνοντας εμάς (τόσα χρόνια μετά) ν’ ασχολούμαστε με… τρίχες!
Κι ενώ αρχικά έχει πυκνό μαλλί και μούσι, λίγο μετά παρουσιάζεται με γένια… τριών ημερών!
Μετά από πέντε λεπτά ποδαρόδρομο (που πιθανότατα του φάνηκαν αιώνας), το μούσι του μεγάλωσε ξανά.
Και σε επόμενη σκηνή, όπου βρίσκεται πάνω στο άλογο, τα γένια και τα μαλλιά… κόντυναν και πάλι ως δια μαγείας.
Τελικά το αναποφάσιστο μούσι μεγάλωσε ξανά και τελείωσε με αυτό την ταινία, αφήνοντας εμάς (τόσα χρόνια μετά) ν’ ασχολούμαστε με… τρίχες!
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!