Λένε πως με το ταλέντο μπορείς να φτάσεις σε μερικούς στόχους που κανείς άλλος δεν έχει τη δυνατότητα να το πράξει.
Οι ιδιοφυίες, όμως, έχουν τον τρόπο να φαντάζονται τέτοιους που κανένας άλλος δεν έχει προλάβει να δει. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, τίποτα δε θα ήταν πλέον το ίδιο στη μουσική σκηνή.
Ένας Αμερικανός έφηβος με το όνομα Τζόνι Άλεν θα ταράξει συθέμελα τις βάσεις πάνω στις οποίες πατούσαν ως τότε οι μουσικές νότες. Του πήρε λιγότερο από μία δεκαετία για να μετατραπεί στον κορυφαίο κιθαρίστα όλων των εποχών και μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της μουσικής. Ο λόγος είχε να κάνει με τον τρόπο που επανασυνέστησε την ηλεκτρική κιθάρα, την τοποθέτησε στο κέντρο του δικού του κόσμου. Τη χρησιμοποίησε ως εργαλείο έκφρασης συναισθημάτων για να πει όσα δεν έβλεπε κανένας ως τότε.
Και τελικώς τη μετέτρεψε από ένα συνοδευτικό όργανο ρυθμού στον ηγέτη μιας μπάντας. Ο Βασίλης Σπανούλης έγινε εν μία νυκτί ο franchise player του Ολυμπιακού το σαρωτικό καλοκαίρι του 2011, έναν χρόνο μετά την απόφαση που έμελλε να αλλάξει τον ρου του ευρωπαϊκού μπάσκετ με τη μετακίνησή του από τον Παναθηναϊκό.
Μία ντουζίνα χρόνια αργότερα, ο Λαρισαίος γκαρντ μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει την επιρροή του Τζόνι Άλεν στο μπάσκετ της Γηραιάς ηπείρου. Σίγουρα δεν υπάρχει κανείς να αμφισβητεί πως αποτελεί τον άνθρωπο-σύμβολο όχι μόνο για τη σύγχρονη αλλά για όλο το φάσμα της ιστορίας του Ολυμπιακού. Όχι μόνο για το μπάσκετ, αλλά για κάθε αθλητή που φορά τη φανέλα με τον «Δαφνοστεφανωμένο Έφηβο» πλησίον της καρδιάς και ας μη χρειάστηκε να αλλάξει το όνομά του σε Τζίμι, όπως κάποτε ο Τζόνι Άλεν Χέντριξ.
Η πορεία των δύο με μία πρόχειρη ματιά μπορεί να απέχει όσο οι παράλληλες γραμμές του πενταγράμμου μεταξύ τους, όμως το δικό τους ιδιοφυές μυαλό αψήφησε πολλούς νόμους των μαθηματικών, ενώνοντας τελείες με κατορθώματα, το ένα μετά το άλλο. Με τόνο υπερβατικό, πρωτόγνωρο και σχεδόν μαγικό, που οδήγησε στην υπερθετικού βαθμού λατρεία.
Για τον θρυλικό ηγέτη του Ολυμπιακού, η 17η Σεπτεμβρίου θα αποτελέσει την ολοκλήρωση της αναγνώρισης ενός έργου, που έμεινε χωρίς τέλος. Οι τελευταίες σελίδες στο βιβλίο της καριέρας του Βασίλη Σπανούλη έμειναν κενές και… αποστειρωμένες ένεκα της φονικής πανδημίας του κορονοϊού. Η «ερυθρόλευκη» ΚΑΕ φρόντισε όμως να αφήσει ανοιχτό το ραντεβού, όχι μόνο για να εκφράσει τη δική της ευγνωμοσύνη αλλά και για να επιτρέψει στους απανταχού φίλους της να φορέσουν και πάλι το «7» στην πλάτη.
Αυτό που για μία δεκαετία τους πλημμύριζε από συναισθήματα και εξήρε τη δική τους φαντασία, γιατί αυτό κάνουν οι ηγέτες άλλωστε. Σε κάθε βόλτα προς το ΣΕΦ, αριβάρουν μαζί με το «7» και οι σκέψεις. Δημιουργήματα των όσων έχουν ήδη αποτυπωθεί στο παρκέ. Πώς θα κερδίσουμε σήμερα; Με ένα στεπ μπακ; Με κάποιο μεγάλο σουτ; Με τον τρόπο του σίγουρα. Με την μπάλα στα χέρια του θα ζήσουμε ή θα… πεθάνουμε, αλλά θα σηκωθούμε ξανά. Για να φορέσουμε τη φανέλα με το «7» και να επιστρέψουμε πιο δυνατοί.
Αυτή η φανέλα από σήμερα και στο εξής θα κοσμεί τον ουρανό του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, όχι γιατί κανένας δε θα καταφέρει να κάνει με τον Ολυμπιακό όσα έκανε ο Σπανούλης, αλλά γιατί κανένας ποτέ δε θα μπορέσει να πλησιάσει και να αγγίξει εκατομμύρια καρδιές όπως αυτός και να τις συντονίσει στον ίδιο κτύπο, σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που χρειάζεται μία μπάλα να αναπαυθεί από το δικό του χέρι ως το καλάθι!
Το Voodoo Child του Ολυμπιακού
Το μείγμα της superteam για τον Ολυμπιακό δεν έπιασε ποτέ. Ούτε με τους NBAers Κλέιζα, Τσίλντρες, ούτε με την αφρόκρεμα της Ευρώπης και τη συνύπαρξη των Παπαλουκά, Τεόντοσιτς, Σπανούλη. Η ρηξικέλευθη μεταγραφή του τελευταίου το καλοκαίρι του 2010 δεν ήταν αρκετή για να εκθρονιστεί ο Παναθηναϊκός από τα ελληνικά αλλά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα
Οι Πειραιώτες όμως έψαχναν το δικό τους… Voodoo Child. Το παιδί που έριχνε κάτω ολόκληρα βουνά με το χέρι του και αυτόν που θα μάζευε όλα εκείνα τα μικρά κομμάτια για να φτιάξει ένα νησί. Και ναι, θα σήκωνε αρκετή άμμο στο εκκωφαντικό του πέρασμα, όπως ακριβώς έγραψε σε ένα από τα τελευταία κομμάτια του δίσκου «Electric Ladyland» ο Χέντριξ.
Ένας από τους λόγους που έκανε τόσο θόρυβο με τον ήχο του, ήταν η πολυπλοκότητά του. Ένας κόσμος πολυπολιτισμικός, βγαλμένος μέσα από την ηλεκτρική του κιθάρα, αφού τα τραγούδια του δεν μπορούσαν να μπουν στα στενά όρια ενός κόσμου. Ακούμπησε τους ήχους της μπλουζ και τη λυρικότητά της, είχε την ένταση του ροκ αλλά και όλα τα φανκ στοιχεία που μπορούσαν να διεγείρουν διαφόρων προσλαμβανουσών ώτα.
Ο Σπανούλης στην ομάδα που δημιούργησε ο Ίβκοβιτς το καλοκαίρι του 2011 δεν ήταν ένας απλώς αρχηγός, αλλά ο Χέντριξ, οι Μπιτλς και οι Ρόλινγκ Στόουνς μαζί. Ο Πρίντεζης ακόμα δεν είχε το στάτους που μετέπειτα απέκτησε, όντας ο παίκτης που αναζητούσε την επιστροφή του πήχη στο σημείο που εκείνος τον όρισε. Δίπλα του μία ομάδα γεμάτη μειράκια που έπρεπε να μεγαλώσουν μέσα στο γήπεδο, παρέα με τις δικές του συμβουλές.
Ο Ολυμπιακός έπρεπε να τον έχει στο παρκέ για να κερδίσει την Μπιλμπάο και την Καντού. Όχι για να προκριθεί στα play-offs, αλλά για να κερδίσει την Καντού του Τρινκιέρι. Δεν υπήρχε αύριο παρά μόνον η νίκη στο σήμερα. Ο αρχηγός έδειχνε ακριβώς που να καρφωθεί το βλέμμα των υπολοίπων για να μη χαθεί ο δρόμος. Ο Ίβκοβιτς βρήκε το καταλληλότερο «Voodoo Child» της Ευρώπης. Τον μεγαλύτερο εργάτη της λεπτομέρειας που θα μπορούσε να έχει στα χέρια του. Αυτόν που θα εμπνεύσει τους διπλανούς του, θα είναι φίλος τους, συμπαίκτης, πασέρ και σκόρερ μαζί.
Όμως πάνω από όλα ένα ζευγάρι χέρια που δε θα δίσταζαν να πάρουν την ευθύνη. Δεκατρία χρόνια μετά την ημέρα που αποτίναξε από πάνω του τα «πράσινα» για τα «ερυθρόλευκα» και τα βόρεια προάστια για χάρη του Παλαιού Φαλήρου, φρόντισε σε κάθε έκφανση της μπασκετικής του ζωής να κάνει γνωστό ένα πράγμα. Τον ενδιέφερε να φτιάξει τον Ολυμπιακό του Σπανούλη. Και αυτό δεν αποτελεί μομφή, οι μεγαλύτεροι εγωισμοί εκκινούν τις σπουδαιότερες των επαναστάσεων.
Για εκείνον ο Παναθηναϊκός έπαψε να είναι γη της Επαγγελίας, αλλά ένας καλοκουρδισμένος ζυγός του οποίου φυσικά αποτελούσε πολύτιμο γρανάζι. Δεν ήταν όμως… του Σπανούλη. Ήταν του Ομπράντοβιτς, του Διαμαντίδη, του Μπατίστ και εκείνου μαζί. Το αποτύπωμά του τεράστιο στο ευρωπαϊκό του 2009, όχι όμως ικανό να θρέψει το «εγώ» του.
Το «Voodoo Child» του Χέντριξ πίστευε στις προκαταλήψεις και τη μαγεία. Ο V-Span θεώρησε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μετακινώντας ένα βουνό. Με δύο χέρια, μερικές χιλιάδες σουτ και πάσες. Μία τέτοια αποδείχθηκε αρκετή για να σηκώσει τη σκόνη και να σκεπάσει την Κωνσταντινούπολη, όταν ο Πρίντεζης ευστόχησε στο «πεταχτάρι». Δώδεκα λεπτά πριν την επίτευξή του σουτ η κορυφή δε θα μπορούσε να πατηθεί, αν το Voodoo Child δεν κουβαλούσε πάνω του την απαιτούμενη αστερόσκονη.
Το leadership
Για τον Λαρισαίο γκαρντ η ρουτίνα έγινε κομμάτι του εαυτού του. Με το βλέμμα χαμηλωμένο να θωρεί το πάτωμα, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Στο ημίχρονο του τελικού του Λονδίνου δεν έχει καταφέρει να αντικρίσει τον ορίζοντα, μπροστά στα υψωμένα χέρια του μετέπειτα συμπαίκτη του, Μίρζα Μπέγκιτς.
Κλείστηκε στον εαυτό του για να βρει μία λύση, αφού το βάρος θα έπεφτε σε αυτόν. Όταν σήκωνε το βλέμμα θα έπαιρνε την ευθύνη. Όλοι γνώριζαν τι θα ακολουθήσει. Η χαρακτηριστική κίνηση με το τρέξιμό του από τη βασική γραμμή ως το τρίποντο, σε ένα play που πήρε το όνομά του και χρησιμοποιείται στο NBA. Ένα σουτ μετά από στεπ μπακ.
Με αυτόν τον επαναστατικό τρόπο που συγχρόνιζε τα δύο του πόδια, ώστε να έρθουν στην ευθεία με το καλάθι. Μία χορογραφία σε λίγα δευτερόλεπτα και όρια που «έσπασαν» στον βωμό της δίψας για νίκη, για την κατάκτηση μίας και άλλης μίας κορυφής, που ενώθηκαν και έγιναν το πιο ψηλό σημείο στον χάρτη. Πάνω από όλα με στιλ πρωτόγνωρο, δημιούργημα δικό του. Όπως ακριβώς τόλμησε ο Χέντριξ να εισάγει με το χάδι του νέους ήχους πρωτάκουστους να βγαίνουν από την ηλεκτρική κιθάρα του.
Το ηχόχρωμα των dive bombs δεν είχε αναδυθεί ποτέ πριν πάρει το όργανό του ο Χέντριξ. Ο τρόπος που ο Σπανούλης «σκότωσε» τη Ρεάλ είχε ως soundtrack στο μπακγκράουντ την παράνοια των φίλων του Ολυμπιακού, στο πλημμυρισμένο από «ερυθρόλευκο» χρώμα Λονδίνο. Αν καταφέρεις και απομονώσεις τον ήχο την ώρα που χαϊδεύει η μπάλα το καλάθι των Μαδριλένων, μπορεί και να ακούσεις τις dive bombs του Σπανούλη.
Του ανθρώπου που πήρε από το χέρι μία ομάδα στην αναζήτηση της κορυφής, την οποία πάτησε κάποτε αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει και δε γνώριζε, πια τον τρόπο. Δεν έφτανε ένας ηγέτης, υπήρχε ανάγκη για τον ηγέτη. Ο Σπανούλης πέτυχε τον σκοπό του, δεν έγινε τμήμα μιας εποχής, αλλά χάραξε τις ράγες στις οποίες πάτησαν οι διπλανοί του.
Final Four έπαιξε και με τον Παναθηναϊκό, όμως από το 2012 και έπειτα έβαλε φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του στη μεγαλύτερη γιορτή της EuroLeague. Όταν βρισκόταν αυτός εκεί, τα πάντα γύρω σκοτείνιαζαν. Με αυτήν τη μοναδική αύρα που είχε να τραβάει πάνω του την προσοχή, από το εκκεντρικό του ντύσιμο ως και το παιχνίδι του στο παρκέ. Ο Ολυμπιακός πήρε δύο τίτλους το ‘12 και το ‘13, έχασε άλλους δύο το ‘15 και το ΄17.
Στο μεταξύ ο αρχηγός του δεν έπαψε να προσφέρει παραστάσεις μεγαλώνοντας πρώτα τον δικό του μύθο και δημιουργώντας παράλληλα μερικούς μαζί με την ομάδα. Το refuse to lose που βαυκαλίζεται ο Ολυμπιακός της δεκαετίας έχει στην ούγια του αποτυπωμένη την ικανότητα του Σπανούλη να παίρνει πάνω του τις καταστάσεις στα κρίσιμα. Εκεί όπου η νίκη με την ήττα ακροβατεί σε ένα σκοινί ισορροπίας που λίγοι δύνανται να περπατήσουν με την ίδια προσήλωση.
Ο Αντρέι Βατούτιν και η ΤΣΣΚΑ τον βλέπει ως τον μεγαλύτερο… εφιάλτη και τον άνθρωπο που γκρέμισε τα όνειρα κάποιων εκ των πιο χρυσοποίκιλτων ρόστερ που φτιάχτηκαν στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Μανού Τζινόμπιλι τουίταρε μετά τα τρία συνεχόμενα σουτ που πέτυχε απέναντι στους Ρώσους στον ημιτελικό του 2015. Impresionante lo de Spanoulis! Impresionante!
Οι παραστάσεις του στη μεγάλη σκηνή είχαν την προσμονή και τη λάμψη ενός ροκ σταρ και εκείνος δεν έπαψε να δίνει στο κοινό του αυτό που περίμεναν. Ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του δεν ήταν άλλο από το παραπάνω. Από τον Ολυμπιακό περίμεναν όλοι ένα πράγμα. Να κοιτάξει στα μάτια αντιπάλους με υψηλότερο ταβάνι, να πολεμήσει, να τους φέρει στα μέτρα του και στο φινάλε να βγει ο μπροστάρης του να δώσει τη χαριστική βολή. Και την έδινε! Έβαλε χιλιάδες, έχασε άλλα τόσα, δεν έχει καμία σημασία. Ο Σπανούλης θα έπαιρνε την ευθύνη. Σταθερά στην πρώτη γραμμή, ζώντας ξανά και ξανά και ξανά το δικό του Woodstock, ανάλογο με την ονειρώδη παράσταση του 1969, το live σταθμό στην ιστορία της ροκ!
Ο κορυφαίος απολαμβάνει την αναγνώριση που του αρμόζει
Axis: Bold as Love. Τολμηρός όπως η αγάπη, στην ελεύθερη μετάφραση του δεύτερου άλμπουμ που ήρθε να καθιερώσει τον Χέντριξ και να τον ριζώσει βαθιά στα σκληρά ροκ ακούσματα της ιστορίας. Η psychedelic ροκ είχε μπει σε άγνωστα μονοπάτια. Όμως το άγνωστο συνδυάζεται με κάτι νέο, την ανακάλυψη της καινούργιας πρότασης. Συνδυάζεται με την εξέλιξη, συνοδεύοντας έτσι τον χρόνο που κυλά.
Αν όμως αυτή η πρόταση έχει τέτοια δύναμη μπορεί να μείνει αδιάσπαστη και να κάνει το δικό της ταξίδι, χωρίς να αλλοιωθεί. Γυρίζοντας πίσω, το άλμπουμ του Χέντριξ αποδείχθηκε σταθμός μιας και ο ήχος του πήρε τον χαρακτηρισμό του τέλειου, του άπιαστου, που σίγουρα δεν είχε κάνει την εμφάνισή του ως τότε.
Με τον τρόπο αυτό… χόρεψε τους γύρω του στον ρυθμό του. Η ιδιοφυία ορίζει τη μόδα της εκάστοτε εποχής. Ο Χέντριξ πασπάλισε αρκετά μουσικά είδη με επιρροές βγαλμένες απευθείας από την πένα του. Η ροκ σκηνή δε θα ήταν ποτέ ξανά ίδια. Όπως δε θα ήταν η μπλουζ, η τζαζ, η φανκ και η χέβι μέταλ. Ο κιθαρίστας που πάντρεψε είδη χωρίς κανένα κοινό στοιχείο ορισμένες των περιπτώσεων.
Ο Ντόρσεϊ ήταν ένας άγουρος ψηλός, ο Ντάνστον με θητεία στον Άρη και την Ιταλία, ο Χάντερ έψαχνε την Ιθάκη του και ο Μπιρτς το ξεπέταγμά του, για τον Χάινς δε χρειάζονται συστάσεις στη μετά Ολυμπιακού εποχή. Μερικοί εξ αυτών συγχρονίστηκαν στη γραμμή που όριζε ο Σπανούλης. Ο άνθρωπος που μετέτρεψε σε μόδα αυτό το κύμα των ημίψηλων σέντερ και ένωσε τελείες που ως τότε στο μπάσκετ δεν υπήρχαν. Διότι η αθλητικότητά τους υπηρετούσε αυτόν στην άμυνα και εκείνος το αντάλλαζε με τους πιο εύκολους πόντους στην επίθεση.
Πέραν όλων των παραπάνω, ο Σπανούλης κατάφερε να φτιάξει τη μόδα της γενιάς του. Το μπάσκετ που παίχτηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία των ‘10s ταίριαζε στα δικά του γούστα. Αυτός πήρε από το χέρι τον Ολυμπιακό και ο Ολυμπιακός του έδωσε τα δικά του εφόδια για να περπατήσουν μαζί σε νέα μονοπάτια. Τα οποία ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, πρώτα για να αντιμετωπίσουν το μοντέλο και έπειτα για να το κάνουν και αυτοί να δουλέψει. Οι κόπιες, όμως, δε γινόταν να φτάσουν το πρωτότυπο.
Ο Λούκα Ντόντσιτς συχνά, όπου σταθεί και όπου βρεθεί αναφέρει πως το «7» στην πλάτη του βρίσκει αιτία στα όσα έκανε ο Σπανούλης, όταν εκείνος ήταν αμούστακος. Ο «Bill» επηρέασε το μπάσκετ μιας ολόκληρης ηπείρου στην εποχή του. Κυρίως όμως γιγαντώθηκε και γιγάντωσε έναν σύλλογο στην κοινή τους πορεία. Στην αναζήτηση του κορυφαίου δε θα υπάρξει ποτέ σωστή ή λάθος απάντηση.
Όταν το δείγμα περιοριστεί στον Ολυμπιακό, δε γίνεται να μην πει κάποιος το Νο7. Το βράδυ της Κυριακής η φανέλα του Βασίλη Σπανούλη θα περάσει στον ουρανό του ΣΕΦ και από εκεί στην αιωνιότητα ως η μοναδική με την ύψιστη αυτήν τιμή. Όχι απλώς γιατί δε θα υπάρξει κάποιος που να σηκώνει το βάρος της. Αλλά διότι δε θα υπάρξει άλλος σαν αυτόν για τους Πειραιώτες. Κανείς, ποτέ.
Το «7» θα κατηφορίζει συχνά στο Φάληρο. Πότε με την επιβλητική του μορφή, κοστουμαρισμένο στα επίσημα του Σταδίου. Άλλοτε κοσμώντας την πλάτη των ορδών που γαλούχησε. Των ανθρώπων που δε θα ξεχάσουν πώς τους έκανε να νιώθουν επί μία δεκαετία. Αλλά κυρίως ως πέπλο που θα κρέμεται από την οροφή για να θυμίζει τα όρια. Αυτά που «σπάνε» αν ονειρευτείς να τα σπάσεις. Που ξεπερνιούνται μονάχα αν εσύ ο ίδιος το θέσεις ως στόχο. Η φανέλα που θα δείχνει ότι γίνεται, ναι γίνεται. Επειδή εκείνος το έκανε πράξη. Κανείς δε θα μπορέσει να γίνει σαν αυτόν που έδειξε τον δρόμο.
Για τη ροκ δε θα υπάρξει άλλος Χέντριξ, η ιδιοφυία του έδειξε τον δρόμο. Στον ουρανό του ΣΕΦ θα συμπυκνώνεται η στεναχώρια, η χαρά, το πάθος, η αποτυχία, το κατεβασμένο κεφάλι, η μέθη, οι στιγμές που αγκαλιάστηκαν άγνωστοι, άλλες που πιάστηκαν στα χέρια, το «επιτέλους» και το «βάλ’το να τελειώνουμε». Ένας ατελείωτος ποταμός συναισθημάτων.
Η ιδιοφυία του περνάει στην αιωνιότητα. Από το «7» ως το άπειρο, για τον Ολυμπιακό δε θα υπάρξει άλλος Βασίλης Σπανούλης.
Ένας Αμερικανός έφηβος με το όνομα Τζόνι Άλεν θα ταράξει συθέμελα τις βάσεις πάνω στις οποίες πατούσαν ως τότε οι μουσικές νότες. Του πήρε λιγότερο από μία δεκαετία για να μετατραπεί στον κορυφαίο κιθαρίστα όλων των εποχών και μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της μουσικής. Ο λόγος είχε να κάνει με τον τρόπο που επανασυνέστησε την ηλεκτρική κιθάρα, την τοποθέτησε στο κέντρο του δικού του κόσμου. Τη χρησιμοποίησε ως εργαλείο έκφρασης συναισθημάτων για να πει όσα δεν έβλεπε κανένας ως τότε.
Και τελικώς τη μετέτρεψε από ένα συνοδευτικό όργανο ρυθμού στον ηγέτη μιας μπάντας. Ο Βασίλης Σπανούλης έγινε εν μία νυκτί ο franchise player του Ολυμπιακού το σαρωτικό καλοκαίρι του 2011, έναν χρόνο μετά την απόφαση που έμελλε να αλλάξει τον ρου του ευρωπαϊκού μπάσκετ με τη μετακίνησή του από τον Παναθηναϊκό.
Μία ντουζίνα χρόνια αργότερα, ο Λαρισαίος γκαρντ μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει την επιρροή του Τζόνι Άλεν στο μπάσκετ της Γηραιάς ηπείρου. Σίγουρα δεν υπάρχει κανείς να αμφισβητεί πως αποτελεί τον άνθρωπο-σύμβολο όχι μόνο για τη σύγχρονη αλλά για όλο το φάσμα της ιστορίας του Ολυμπιακού. Όχι μόνο για το μπάσκετ, αλλά για κάθε αθλητή που φορά τη φανέλα με τον «Δαφνοστεφανωμένο Έφηβο» πλησίον της καρδιάς και ας μη χρειάστηκε να αλλάξει το όνομά του σε Τζίμι, όπως κάποτε ο Τζόνι Άλεν Χέντριξ.
Η πορεία των δύο με μία πρόχειρη ματιά μπορεί να απέχει όσο οι παράλληλες γραμμές του πενταγράμμου μεταξύ τους, όμως το δικό τους ιδιοφυές μυαλό αψήφησε πολλούς νόμους των μαθηματικών, ενώνοντας τελείες με κατορθώματα, το ένα μετά το άλλο. Με τόνο υπερβατικό, πρωτόγνωρο και σχεδόν μαγικό, που οδήγησε στην υπερθετικού βαθμού λατρεία.
Για τον θρυλικό ηγέτη του Ολυμπιακού, η 17η Σεπτεμβρίου θα αποτελέσει την ολοκλήρωση της αναγνώρισης ενός έργου, που έμεινε χωρίς τέλος. Οι τελευταίες σελίδες στο βιβλίο της καριέρας του Βασίλη Σπανούλη έμειναν κενές και… αποστειρωμένες ένεκα της φονικής πανδημίας του κορονοϊού. Η «ερυθρόλευκη» ΚΑΕ φρόντισε όμως να αφήσει ανοιχτό το ραντεβού, όχι μόνο για να εκφράσει τη δική της ευγνωμοσύνη αλλά και για να επιτρέψει στους απανταχού φίλους της να φορέσουν και πάλι το «7» στην πλάτη.
Αυτό που για μία δεκαετία τους πλημμύριζε από συναισθήματα και εξήρε τη δική τους φαντασία, γιατί αυτό κάνουν οι ηγέτες άλλωστε. Σε κάθε βόλτα προς το ΣΕΦ, αριβάρουν μαζί με το «7» και οι σκέψεις. Δημιουργήματα των όσων έχουν ήδη αποτυπωθεί στο παρκέ. Πώς θα κερδίσουμε σήμερα; Με ένα στεπ μπακ; Με κάποιο μεγάλο σουτ; Με τον τρόπο του σίγουρα. Με την μπάλα στα χέρια του θα ζήσουμε ή θα… πεθάνουμε, αλλά θα σηκωθούμε ξανά. Για να φορέσουμε τη φανέλα με το «7» και να επιστρέψουμε πιο δυνατοί.
Αυτή η φανέλα από σήμερα και στο εξής θα κοσμεί τον ουρανό του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, όχι γιατί κανένας δε θα καταφέρει να κάνει με τον Ολυμπιακό όσα έκανε ο Σπανούλης, αλλά γιατί κανένας ποτέ δε θα μπορέσει να πλησιάσει και να αγγίξει εκατομμύρια καρδιές όπως αυτός και να τις συντονίσει στον ίδιο κτύπο, σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που χρειάζεται μία μπάλα να αναπαυθεί από το δικό του χέρι ως το καλάθι!
Το Voodoo Child του Ολυμπιακού
Το μείγμα της superteam για τον Ολυμπιακό δεν έπιασε ποτέ. Ούτε με τους NBAers Κλέιζα, Τσίλντρες, ούτε με την αφρόκρεμα της Ευρώπης και τη συνύπαρξη των Παπαλουκά, Τεόντοσιτς, Σπανούλη. Η ρηξικέλευθη μεταγραφή του τελευταίου το καλοκαίρι του 2010 δεν ήταν αρκετή για να εκθρονιστεί ο Παναθηναϊκός από τα ελληνικά αλλά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα
Οι Πειραιώτες όμως έψαχναν το δικό τους… Voodoo Child. Το παιδί που έριχνε κάτω ολόκληρα βουνά με το χέρι του και αυτόν που θα μάζευε όλα εκείνα τα μικρά κομμάτια για να φτιάξει ένα νησί. Και ναι, θα σήκωνε αρκετή άμμο στο εκκωφαντικό του πέρασμα, όπως ακριβώς έγραψε σε ένα από τα τελευταία κομμάτια του δίσκου «Electric Ladyland» ο Χέντριξ.
Ένας από τους λόγους που έκανε τόσο θόρυβο με τον ήχο του, ήταν η πολυπλοκότητά του. Ένας κόσμος πολυπολιτισμικός, βγαλμένος μέσα από την ηλεκτρική του κιθάρα, αφού τα τραγούδια του δεν μπορούσαν να μπουν στα στενά όρια ενός κόσμου. Ακούμπησε τους ήχους της μπλουζ και τη λυρικότητά της, είχε την ένταση του ροκ αλλά και όλα τα φανκ στοιχεία που μπορούσαν να διεγείρουν διαφόρων προσλαμβανουσών ώτα.
Ο Σπανούλης στην ομάδα που δημιούργησε ο Ίβκοβιτς το καλοκαίρι του 2011 δεν ήταν ένας απλώς αρχηγός, αλλά ο Χέντριξ, οι Μπιτλς και οι Ρόλινγκ Στόουνς μαζί. Ο Πρίντεζης ακόμα δεν είχε το στάτους που μετέπειτα απέκτησε, όντας ο παίκτης που αναζητούσε την επιστροφή του πήχη στο σημείο που εκείνος τον όρισε. Δίπλα του μία ομάδα γεμάτη μειράκια που έπρεπε να μεγαλώσουν μέσα στο γήπεδο, παρέα με τις δικές του συμβουλές.
Ο Ολυμπιακός έπρεπε να τον έχει στο παρκέ για να κερδίσει την Μπιλμπάο και την Καντού. Όχι για να προκριθεί στα play-offs, αλλά για να κερδίσει την Καντού του Τρινκιέρι. Δεν υπήρχε αύριο παρά μόνον η νίκη στο σήμερα. Ο αρχηγός έδειχνε ακριβώς που να καρφωθεί το βλέμμα των υπολοίπων για να μη χαθεί ο δρόμος. Ο Ίβκοβιτς βρήκε το καταλληλότερο «Voodoo Child» της Ευρώπης. Τον μεγαλύτερο εργάτη της λεπτομέρειας που θα μπορούσε να έχει στα χέρια του. Αυτόν που θα εμπνεύσει τους διπλανούς του, θα είναι φίλος τους, συμπαίκτης, πασέρ και σκόρερ μαζί.
Όμως πάνω από όλα ένα ζευγάρι χέρια που δε θα δίσταζαν να πάρουν την ευθύνη. Δεκατρία χρόνια μετά την ημέρα που αποτίναξε από πάνω του τα «πράσινα» για τα «ερυθρόλευκα» και τα βόρεια προάστια για χάρη του Παλαιού Φαλήρου, φρόντισε σε κάθε έκφανση της μπασκετικής του ζωής να κάνει γνωστό ένα πράγμα. Τον ενδιέφερε να φτιάξει τον Ολυμπιακό του Σπανούλη. Και αυτό δεν αποτελεί μομφή, οι μεγαλύτεροι εγωισμοί εκκινούν τις σπουδαιότερες των επαναστάσεων.
Για εκείνον ο Παναθηναϊκός έπαψε να είναι γη της Επαγγελίας, αλλά ένας καλοκουρδισμένος ζυγός του οποίου φυσικά αποτελούσε πολύτιμο γρανάζι. Δεν ήταν όμως… του Σπανούλη. Ήταν του Ομπράντοβιτς, του Διαμαντίδη, του Μπατίστ και εκείνου μαζί. Το αποτύπωμά του τεράστιο στο ευρωπαϊκό του 2009, όχι όμως ικανό να θρέψει το «εγώ» του.
Το «Voodoo Child» του Χέντριξ πίστευε στις προκαταλήψεις και τη μαγεία. Ο V-Span θεώρησε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μετακινώντας ένα βουνό. Με δύο χέρια, μερικές χιλιάδες σουτ και πάσες. Μία τέτοια αποδείχθηκε αρκετή για να σηκώσει τη σκόνη και να σκεπάσει την Κωνσταντινούπολη, όταν ο Πρίντεζης ευστόχησε στο «πεταχτάρι». Δώδεκα λεπτά πριν την επίτευξή του σουτ η κορυφή δε θα μπορούσε να πατηθεί, αν το Voodoo Child δεν κουβαλούσε πάνω του την απαιτούμενη αστερόσκονη.
Το leadership
Για τον Λαρισαίο γκαρντ η ρουτίνα έγινε κομμάτι του εαυτού του. Με το βλέμμα χαμηλωμένο να θωρεί το πάτωμα, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Στο ημίχρονο του τελικού του Λονδίνου δεν έχει καταφέρει να αντικρίσει τον ορίζοντα, μπροστά στα υψωμένα χέρια του μετέπειτα συμπαίκτη του, Μίρζα Μπέγκιτς.
Κλείστηκε στον εαυτό του για να βρει μία λύση, αφού το βάρος θα έπεφτε σε αυτόν. Όταν σήκωνε το βλέμμα θα έπαιρνε την ευθύνη. Όλοι γνώριζαν τι θα ακολουθήσει. Η χαρακτηριστική κίνηση με το τρέξιμό του από τη βασική γραμμή ως το τρίποντο, σε ένα play που πήρε το όνομά του και χρησιμοποιείται στο NBA. Ένα σουτ μετά από στεπ μπακ.
Με αυτόν τον επαναστατικό τρόπο που συγχρόνιζε τα δύο του πόδια, ώστε να έρθουν στην ευθεία με το καλάθι. Μία χορογραφία σε λίγα δευτερόλεπτα και όρια που «έσπασαν» στον βωμό της δίψας για νίκη, για την κατάκτηση μίας και άλλης μίας κορυφής, που ενώθηκαν και έγιναν το πιο ψηλό σημείο στον χάρτη. Πάνω από όλα με στιλ πρωτόγνωρο, δημιούργημα δικό του. Όπως ακριβώς τόλμησε ο Χέντριξ να εισάγει με το χάδι του νέους ήχους πρωτάκουστους να βγαίνουν από την ηλεκτρική κιθάρα του.
Το ηχόχρωμα των dive bombs δεν είχε αναδυθεί ποτέ πριν πάρει το όργανό του ο Χέντριξ. Ο τρόπος που ο Σπανούλης «σκότωσε» τη Ρεάλ είχε ως soundtrack στο μπακγκράουντ την παράνοια των φίλων του Ολυμπιακού, στο πλημμυρισμένο από «ερυθρόλευκο» χρώμα Λονδίνο. Αν καταφέρεις και απομονώσεις τον ήχο την ώρα που χαϊδεύει η μπάλα το καλάθι των Μαδριλένων, μπορεί και να ακούσεις τις dive bombs του Σπανούλη.
Του ανθρώπου που πήρε από το χέρι μία ομάδα στην αναζήτηση της κορυφής, την οποία πάτησε κάποτε αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει και δε γνώριζε, πια τον τρόπο. Δεν έφτανε ένας ηγέτης, υπήρχε ανάγκη για τον ηγέτη. Ο Σπανούλης πέτυχε τον σκοπό του, δεν έγινε τμήμα μιας εποχής, αλλά χάραξε τις ράγες στις οποίες πάτησαν οι διπλανοί του.
Final Four έπαιξε και με τον Παναθηναϊκό, όμως από το 2012 και έπειτα έβαλε φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του στη μεγαλύτερη γιορτή της EuroLeague. Όταν βρισκόταν αυτός εκεί, τα πάντα γύρω σκοτείνιαζαν. Με αυτήν τη μοναδική αύρα που είχε να τραβάει πάνω του την προσοχή, από το εκκεντρικό του ντύσιμο ως και το παιχνίδι του στο παρκέ. Ο Ολυμπιακός πήρε δύο τίτλους το ‘12 και το ‘13, έχασε άλλους δύο το ‘15 και το ΄17.
Στο μεταξύ ο αρχηγός του δεν έπαψε να προσφέρει παραστάσεις μεγαλώνοντας πρώτα τον δικό του μύθο και δημιουργώντας παράλληλα μερικούς μαζί με την ομάδα. Το refuse to lose που βαυκαλίζεται ο Ολυμπιακός της δεκαετίας έχει στην ούγια του αποτυπωμένη την ικανότητα του Σπανούλη να παίρνει πάνω του τις καταστάσεις στα κρίσιμα. Εκεί όπου η νίκη με την ήττα ακροβατεί σε ένα σκοινί ισορροπίας που λίγοι δύνανται να περπατήσουν με την ίδια προσήλωση.
Ο Αντρέι Βατούτιν και η ΤΣΣΚΑ τον βλέπει ως τον μεγαλύτερο… εφιάλτη και τον άνθρωπο που γκρέμισε τα όνειρα κάποιων εκ των πιο χρυσοποίκιλτων ρόστερ που φτιάχτηκαν στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Μανού Τζινόμπιλι τουίταρε μετά τα τρία συνεχόμενα σουτ που πέτυχε απέναντι στους Ρώσους στον ημιτελικό του 2015. Impresionante lo de Spanoulis! Impresionante!
Οι παραστάσεις του στη μεγάλη σκηνή είχαν την προσμονή και τη λάμψη ενός ροκ σταρ και εκείνος δεν έπαψε να δίνει στο κοινό του αυτό που περίμεναν. Ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του δεν ήταν άλλο από το παραπάνω. Από τον Ολυμπιακό περίμεναν όλοι ένα πράγμα. Να κοιτάξει στα μάτια αντιπάλους με υψηλότερο ταβάνι, να πολεμήσει, να τους φέρει στα μέτρα του και στο φινάλε να βγει ο μπροστάρης του να δώσει τη χαριστική βολή. Και την έδινε! Έβαλε χιλιάδες, έχασε άλλα τόσα, δεν έχει καμία σημασία. Ο Σπανούλης θα έπαιρνε την ευθύνη. Σταθερά στην πρώτη γραμμή, ζώντας ξανά και ξανά και ξανά το δικό του Woodstock, ανάλογο με την ονειρώδη παράσταση του 1969, το live σταθμό στην ιστορία της ροκ!
Ο κορυφαίος απολαμβάνει την αναγνώριση που του αρμόζει
Axis: Bold as Love. Τολμηρός όπως η αγάπη, στην ελεύθερη μετάφραση του δεύτερου άλμπουμ που ήρθε να καθιερώσει τον Χέντριξ και να τον ριζώσει βαθιά στα σκληρά ροκ ακούσματα της ιστορίας. Η psychedelic ροκ είχε μπει σε άγνωστα μονοπάτια. Όμως το άγνωστο συνδυάζεται με κάτι νέο, την ανακάλυψη της καινούργιας πρότασης. Συνδυάζεται με την εξέλιξη, συνοδεύοντας έτσι τον χρόνο που κυλά.
Αν όμως αυτή η πρόταση έχει τέτοια δύναμη μπορεί να μείνει αδιάσπαστη και να κάνει το δικό της ταξίδι, χωρίς να αλλοιωθεί. Γυρίζοντας πίσω, το άλμπουμ του Χέντριξ αποδείχθηκε σταθμός μιας και ο ήχος του πήρε τον χαρακτηρισμό του τέλειου, του άπιαστου, που σίγουρα δεν είχε κάνει την εμφάνισή του ως τότε.
Με τον τρόπο αυτό… χόρεψε τους γύρω του στον ρυθμό του. Η ιδιοφυία ορίζει τη μόδα της εκάστοτε εποχής. Ο Χέντριξ πασπάλισε αρκετά μουσικά είδη με επιρροές βγαλμένες απευθείας από την πένα του. Η ροκ σκηνή δε θα ήταν ποτέ ξανά ίδια. Όπως δε θα ήταν η μπλουζ, η τζαζ, η φανκ και η χέβι μέταλ. Ο κιθαρίστας που πάντρεψε είδη χωρίς κανένα κοινό στοιχείο ορισμένες των περιπτώσεων.
Ο Ντόρσεϊ ήταν ένας άγουρος ψηλός, ο Ντάνστον με θητεία στον Άρη και την Ιταλία, ο Χάντερ έψαχνε την Ιθάκη του και ο Μπιρτς το ξεπέταγμά του, για τον Χάινς δε χρειάζονται συστάσεις στη μετά Ολυμπιακού εποχή. Μερικοί εξ αυτών συγχρονίστηκαν στη γραμμή που όριζε ο Σπανούλης. Ο άνθρωπος που μετέτρεψε σε μόδα αυτό το κύμα των ημίψηλων σέντερ και ένωσε τελείες που ως τότε στο μπάσκετ δεν υπήρχαν. Διότι η αθλητικότητά τους υπηρετούσε αυτόν στην άμυνα και εκείνος το αντάλλαζε με τους πιο εύκολους πόντους στην επίθεση.
Πέραν όλων των παραπάνω, ο Σπανούλης κατάφερε να φτιάξει τη μόδα της γενιάς του. Το μπάσκετ που παίχτηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία των ‘10s ταίριαζε στα δικά του γούστα. Αυτός πήρε από το χέρι τον Ολυμπιακό και ο Ολυμπιακός του έδωσε τα δικά του εφόδια για να περπατήσουν μαζί σε νέα μονοπάτια. Τα οποία ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, πρώτα για να αντιμετωπίσουν το μοντέλο και έπειτα για να το κάνουν και αυτοί να δουλέψει. Οι κόπιες, όμως, δε γινόταν να φτάσουν το πρωτότυπο.
Ο Λούκα Ντόντσιτς συχνά, όπου σταθεί και όπου βρεθεί αναφέρει πως το «7» στην πλάτη του βρίσκει αιτία στα όσα έκανε ο Σπανούλης, όταν εκείνος ήταν αμούστακος. Ο «Bill» επηρέασε το μπάσκετ μιας ολόκληρης ηπείρου στην εποχή του. Κυρίως όμως γιγαντώθηκε και γιγάντωσε έναν σύλλογο στην κοινή τους πορεία. Στην αναζήτηση του κορυφαίου δε θα υπάρξει ποτέ σωστή ή λάθος απάντηση.
Όταν το δείγμα περιοριστεί στον Ολυμπιακό, δε γίνεται να μην πει κάποιος το Νο7. Το βράδυ της Κυριακής η φανέλα του Βασίλη Σπανούλη θα περάσει στον ουρανό του ΣΕΦ και από εκεί στην αιωνιότητα ως η μοναδική με την ύψιστη αυτήν τιμή. Όχι απλώς γιατί δε θα υπάρξει κάποιος που να σηκώνει το βάρος της. Αλλά διότι δε θα υπάρξει άλλος σαν αυτόν για τους Πειραιώτες. Κανείς, ποτέ.
Το «7» θα κατηφορίζει συχνά στο Φάληρο. Πότε με την επιβλητική του μορφή, κοστουμαρισμένο στα επίσημα του Σταδίου. Άλλοτε κοσμώντας την πλάτη των ορδών που γαλούχησε. Των ανθρώπων που δε θα ξεχάσουν πώς τους έκανε να νιώθουν επί μία δεκαετία. Αλλά κυρίως ως πέπλο που θα κρέμεται από την οροφή για να θυμίζει τα όρια. Αυτά που «σπάνε» αν ονειρευτείς να τα σπάσεις. Που ξεπερνιούνται μονάχα αν εσύ ο ίδιος το θέσεις ως στόχο. Η φανέλα που θα δείχνει ότι γίνεται, ναι γίνεται. Επειδή εκείνος το έκανε πράξη. Κανείς δε θα μπορέσει να γίνει σαν αυτόν που έδειξε τον δρόμο.
Για τη ροκ δε θα υπάρξει άλλος Χέντριξ, η ιδιοφυία του έδειξε τον δρόμο. Στον ουρανό του ΣΕΦ θα συμπυκνώνεται η στεναχώρια, η χαρά, το πάθος, η αποτυχία, το κατεβασμένο κεφάλι, η μέθη, οι στιγμές που αγκαλιάστηκαν άγνωστοι, άλλες που πιάστηκαν στα χέρια, το «επιτέλους» και το «βάλ’το να τελειώνουμε». Ένας ατελείωτος ποταμός συναισθημάτων.
Η ιδιοφυία του περνάει στην αιωνιότητα. Από το «7» ως το άπειρο, για τον Ολυμπιακό δε θα υπάρξει άλλος Βασίλης Σπανούλης.
ΠΗΓΗ gazzetta.gr
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!