Ένα παγωμένο βράδυ της 6ης Ιανουαρίου 1999, το ρυμουλκό Ελκ έπλεε στον ποταμό Βιστούλα της Πολωνίας, όταν κάτι πιάστηκε στην προπέλα του. Αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο καθώς πολύ συχνά στο ποτάμι υπήρχαν σκουπίδια και διάφορα αντικείμενα. Ο καπετάνιος αποφάσισε να δέσει στην αποβάθρα και να καταπιαστεί με το πρόβλημα το επόμενο πρωί. Την άλλη μέρα, όταν πλήρωμα άρχισε να καθαρίζει την προπέλα, κατάφερε να εντοπίσει το πρόβλημα και διαπίστωσε ότι ένα περίεργο, μαλακό αντικείμενο είχε τυλιχθεί εκεί.
Νόμισαν ότι είναι κάποιο χοντρό κομμάτι υφάσματος, αλλά εξετάζοντάς το πιο προσεκτικά είδαν ότι στο αντικείμενο υπήρχε ένα ανθρώπινο αυτί με σκουλαρίκι! Αμέσως, το παρέδωσαν στις αρχές και οι εξετάσεις επιβεβαίωσαν ότι το αντικείμενο ήταν όντως ένα κομμάτι ανθρώπινου δέρματος. Επιπλέον εξετάσεις DNA- από τις πρώτες που έγιναν στην ιστορία της Πολωνίας- αποκάλυψαν το όνομα του κατόχου του: Άνηκε στην Καταρζίνα Ζοβάντα, μια νεαρή κοπέλα που είχε εξαφανιστεί λίγους μήνες πριν.
Η εξαφάνιση της Καταρζίνα
Η 23χρονη Καταρζίνα Ζοβάντα ήταν φοιτήτρια στο Γιαγκιελόνιο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας. Ξεκίνησε να σπουδάζει ψυχολογία, ωστόσο μετά το πρώτο εξάμηνο παρακολούθησε για λίγο ένα μάθημα ιστορίας και τελικά ξεκίνησε σπουδές θεολογίας.
Οι φίλοι της την χαρακτήριζαν ως ένα καλό κορίτσι, αν και «λυπημένο και αποτραβηγμένο». Πράγματι, η Καταρζίνα υπέφερε από κατάθλιψη μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1996 και ήταν συχνά απόμακρη χωρίς να δημιουργεί εύκολα σχέσεις.
Στις 12 Νοεμβρίου 1998, η Καταρζίνα επρόκειτο να συναντήσει τη μητέρα της, Μάρτα, στην Ψυχιατρική Κλινική στη Νόβα Χούτα, όπου λάμβανε θεραπεία για την κατάθλιψή της. Ωστόσο, δεν έφτασε ποτέ στο ραντεβού.
Η μητέρα της πήγε στο σπίτι της Καταρζίνα, αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος της. Φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να έχει καταφύγει σε κάποια θρησκευτική ομάδα και επικοινώνησε με ένα μοναστήρι Δομινικανών, το οποίο είχε ένα τμήμα για τον εντοπισμό νέων θρησκευτικών ομάδων και σεχτών. Από εκεί την συμβούλεψαν να αναφέρει την υπόθεση στην αστυνομία. Λόγω της κατάθλιψής της, πολλοί φοβήθηκαν ότι θα μπορούσε να έχει αυτοκτονήσει. Λίγο αργότερα μετέβη στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, για να υποβάλει αναφορά αγνοούμενου, ωστόσο οι αστυνομικοί της είπαν να περιμένει. Η κοπέλα ήταν ενήλικη και πίστευαν ότι ήταν πιθανό να έφυγε με την θέλησή της ή να εμφανιστεί σύντομα.
Η μητέρα της Καταρζίνα έβαλε αφίσες παντού και κάποια στιγμή έλαβε δύο τηλεφωνήματα από έναν άγνωστο άνδρα που της ζήτησε να τον συναντήσει στην πλατεία της αγοράς της Κρακοβίας. Όμως, ο ιδιωτικός ερευνητής που είχε προσλάβει θεώρησε ότι ήταν φάρσα και της ζήτησε να μην πάει ανησυχώντας για την ασφάλειά της. Ένας άλλος μάρτυρας ανέφερε ότι είδε την κοπέλα σε ένα λεωφορείο για το Βόλμπρομ. Ωστόσο, ο μάρτυρας δεν ήταν σίγουρος πότε συνέβη αυτό. Οι μήνες περνούσαν και δεν υπήρχε κανένα ίχνος της Καταρζίνα πουθενά.
Η ανακάλυψη
Η εύρεση του κομματιού του δέρματος της Καταρζίνα από το πλοίο ήταν ένα σοκ. Οι αρχές ανέλαβαν πλέον σοβαρά την υπόθεση και ζήτησαν μάλιστα τη βοήθεια ιατροδικαστών από όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των ιατροδικαστών του FBI.
Έκαναν εκτεταμένες έρευνες στο ποτάμι με αποτέλεσμα οχτώ μέρες μετά, στις 14 Ιανουαρίου, να βρουν το δεξί πόδι της στα νερά του Βιστούλα, μέρη από τους γλουτούς και τα ρούχα της. Η αστυνομία στην αρχή θεώρησε ότι το σώμα της είχε τεμαχιστεί από την έλικα του ρυμουλκού. Ωστόσο, κατά την εξέταση των κομματιών του σώματος που βρέθηκαν, ο ιατροδικαστής διαπίστωσε με βεβαιότητα ότι το δέρμα αφαιρέθηκε σκόπιμα από τον κορμό, ενώ με τον ίδιο τρόπο είχαν κοπεί επίτηδες τα άκρα και το κεφάλι. Η επόμενη ανακάλυψη ήταν ακόμα μεγαλύτερο σοκ: Το δέρμα ήταν προετοιμασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ένα είδος ρούχου, σαν κορμάκι, που πιθανότατα θα φορούσε ο δολοφόνος. Το δέρμα υπολογίστηκε ότι θα έπρεπε να είναι στο νερό για περίπου δύο ή τρεις εβδομάδες πριν ανακαλυφθεί.
Οι αρχές πιστεύουν ότι η Καταρζίνα βασανίστηκε και της χορηγούνταν ναρκωτικά για εβδομάδες πριν από τον θάνατό της. Παράλληλα, είχε πέσει θύμα βιασμού πριν αλλά πιθανότατα και μετά τον θάνατό της. Το σώμα της είχε πολλαπλά τραύματα από μαχαίρι και αμυχές.
Δυστυχώς, η αστυνομία είχε ελάχιστα στοιχεία στα οποία μπορούσε να βασιστεί για να ανακαλύψει ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό το ειδεχθές έγκλημα. Το κίνητρο ήταν επίσης άγνωστο, ωστόσο το γεγονός ότι ο δράστης την έγδαρε με σκοπό να χρησιμοποιήσει το δέρμα της σαν στολή οδηγούσε με σιγουριά στην υπόθεση ότι επρόκειτο για ένα σοβαρά διαταραγμένο αλλά και μεθοδικό άτομο.
Ο πρώτος ύποπτος
Χωρίς κανένα χειροπιαστό στοιχείο, οι έρευνες της αστυνομίας έφταναν σε ένα τέλμα. Το 1999 ωστόσο οι αρχές της Κρακοβίας συνέλαβαν τον Βλάντιμιρ Β. με καταγωγή από την Καυκασία, έναν άντρα που είχε δολοφονήσει τον πατέρα του, τον είχε αποκεφαλίσει και είχε γδάρει το δέρμα του προσώπου του. Μάλιστα, με το δέρμα αυτό είχε κατασκευάσει μια μάσκα την οποία είχε φορέσει, ενώ ήταν ντυμένος με ρούχα του πατέρα του, και εμφανίστηκε μπροστά στον παππού του προσπαθώντας να τον ξεγελάσει.
Όταν το έγκλημα του Βλάντιμιρ αποκαλύφθηκε, οι αστυνομικοί σκέφτηκαν ότι δεν μπορούσε να είναι τυχαίο ότι υπήρχαν δύο παρόμοια εγκλήματα με διαφορά ενός έτους. Μάλιστα, αποκαλύφθηκε ότι ο Βλάντιμιρ και η Καταρζίνα φοιτούσαν στο ίδιο πανεπιστήμιο και ήταν περίπου συνομήλικοι.
Ωστόσο, πέρα από τα κοινά σημεία των δύο εγκλημάτων δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχείο που να συνδέει τον Βλάντιμιρ με την Καταρζίνα. Παρόλο που φοιτούσαν στο ίδιο πανεπιστήμιο δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι οι δυο τους γνωρίζονταν. Παράλληλα, ψυχολόγοι που εξέτασαν τον Βλάντιμιρ αμφισβήτησαν ότι θα μπορούσε να έχει σκοτώσει την Καταρζίνα καθώς το κίνητρό του για τη δολοφονία του πατέρα του ήταν ιδιαίτερα προσωπικό, ενώ η επιλογή της Καταρζίνας ήταν μάλλον τυχαία.
Οι κατηγορίες εναντίον του για τον θάνατο της 23χρονης φοιτήτριας κατέπεσαν και ο Βλάντιμιρ δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια μόνο για τη δολοφονία του πατέρα του. Μετά από πέντε χρόνια στις φυλακές της Πολωνίας, εκδόθηκε στη Ρωσία όπου συνεχίζει να εκτίει την ποινή του. Αυτό επίσης σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να διωχθεί ξανά στην Πολωνία.
Στασιμότητα
Με τον Βλάντιμιρ να βγαίνει πλέον από το «κάδρο» των ερευνών, η αστυνομία δεν είχε κανένα στοιχείο. Έναν χρόνο μετά η έρευνα επίσημα σταμάτησε, ωστόσο ορισμένοι αστυνομικοί συνέχισαν να ερευνούν πιθανά στοιχεία. Τελικά, το 2012, χάρη στην πρόοδο στον τομέα της εγκληματολογικής έρευνας και τη συνεργασία με ειδικούς, η εισαγγελία άνοιξε ξανά την έρευνα.
Την υπόθεση ανέλαβε ένα κλιμάκιο αστυνομικών εξειδικευμένων σε παλιές υποθέσεις με την ονομασία X-Files. Παράλληλα, διατάχθηκε η εκταφή και η πρόσθετη νεκροψία των λειψάνων της Καταρζίνα. Σε αυτά βρέθηκαν κάποια οργανικά στοιχεία, τα οποία δεν συναντούνται στο περιβάλλον του ποταμιού και εντοπίζονται σε συγκεκριμένα μόνο σημεία. Γι’ αυτό οι ερευνητές κατέληξαν ότι η δολοφονία είχε γίνει κάπου άλλου.
Ειδικοί από το Εργαστήριο Ειδίκευσης 3D του Ιατρικού Πανεπιστημίου του Βρότσλαφ δημιούργησαν μια καταγραφή των τραυματισμών στο σώμα της Καταρζίνα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο δράστης είχε χρησιμοποιήσει ένα αιχμηρό εργαλείο για να τραυματίσει το θύμα του στο λαιμό, τη μασχάλη και τη βουβωνική χώρα, με σκοπό να της προκαλέσει πόνο και αιμορραγία μέχρι θανάτου.
Ερευνητές του FBI που κλήθηκαν στην υπόθεση δημιούργησαν ένα ψυχολογικό προφίλ του υπόπτου, τονίζοντας ότι ήταν φανερό πως ο δράστης είχε σαδιστικές τάσεις. Πιθανότατα είχε εμπνευστεί από την ταινία του 1991, «Η σιωπή των Αμνών», και τον χαρακτήρα του δολοφόνου Μπάφαλο Μπιλ, ο οποίος σκότωνε γυναίκες και έγδερνε το δέρμα τους για να φτιάξει μια γυναικεία στολή γι’ αυτόν. Υπέθεσαν ότι θα μπορούσε να είναι γιατρός ή χασάπης και ότι διάλεξε επίτηδες την Καταρζίνα επειδή ήταν μοναχική και υπέφερε από κατάθλιψη, κάτι που την έκανε ένα πιο «εύκολο» θύμα. Η αφαίρεση του δέρματός της πιθανότατα έδειχνε μια σαζομαζοχιστική σεξουαλική φύση. Πάντως, ορισμένοι απέρριψαν ότι το έγκλημα ήταν σεξουαλικής φύσης καθώς αυτού του είδους οι δράστες τείνουν να επαναλαμβάνουν τα εγκλήματά τους. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλη άποψη, ο δράστης ίσως βρήκε κάποια άλλη ευχαρίστηση και γι’ αυτό σταμάτησε τα εγκλήματα. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα ο δράστης να έφυγε από την Πολωνία, να πέθανε ή να συνελήφθη για κάποιο άλλο έγκλημα.
Το 2016, οι ερευνητές συμβουλεύτηκαν τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, Ντουάρτε Νούνο Βιέιρα, έναν Πορτογάλο ειδικό στην εγκληματολογία και ειδικό του ΟΗΕ στον τομέα των σημαδιών βασανιστηρίων στο ανθρώπινο σώμα. Ο Βιέιρα επιβεβαίωσε ότι η Καταρζίνα βασανίστηκε πριν από το θάνατό της και ότι ο δράστης πιθανότατα είχε εκπαιδευτεί σε πολεμικές τέχνες. Προτάθηκε μάλιστα ότι ίσως να εμπλεκόταν παραπάνω από ένα άτομο στο έγκλημα με ορισμένους ερευνητές να υποθέτουν ότι μπορεί κάποιος δράστης να βασάνισε και να βίασε την Καταρζίνα, ενώ κάποιος άλλος δρώντας ανεξάρτητα να έγδαρε το σώμα της φτιάχνοντας το κορμάκι. Μια υπόθεση που απορρίφθηκε γρήγορα ήταν ότι η Καταρζίνα αυτοκτόνησε ή πέθανε σε ατύχημα και κάποιος που βρήκε το σώμα της το έγδαρε.
Παρά τη νέα έρευνα δεν βρέθηκε κανένα νέο στοιχείο που να οδηγεί πιο κοντά στον δολοφόνο. Χρειάστηκαν να περάσουν άλλα 19 χρόνια για να γραφτεί η επόμενη σελίδα στην ιστορία.
Η δεύτερη σύλληψη
Στις 4 Οκτωβρίου 2017, η αστυνομία έκανε μια σημαντική ανακοίνωση. Ενημέρωσε ότι συνέλαβε τον 52χρονο Ρόμπερτ Γιαντσέφσκι στην περιοχή Καζίμιες της Κρακοβίας ως ύποπτο για τη δολοφονία της Καταρζίνας. Μάλιστα, ο Γιαντσέφσκι είχε ελεγχθεί και το 1999 αλλά δεν είχε συλληφθεί, καθώς δεν είχαν βρεθεί αξιόπιστα στοιχεία. Τότε, κάποιος είχε καλέσει την αστυνομια δηλώνοντας ότι ξέρει τον δολοφόνο και «δείχνοντας» τον Γιαντσέφσκι. Η αστυνομία έψαξε το σπίτι του αλλά δεν βρήκε τίποτα.
Η σύλληψή του τώρα ήρθε μετά από ένα γράμμα που έστειλε ένας φίλος του στην αστυνομία, στο οποίο μεταξύ άλλων κατηγορούσε τον Γιαντσέφσκι ότι είναι δολοφόνος. Οι αρχές ερεύνησαν το διαμέρισμά του και βρήκαν ίχνη αίματος στο μπάνιο.
Ο Γιαντσέφσκι ταίριαζε με το ψυχολογικό προφίλ του δράστη της δολοφονίας της Καταρζίνα. Είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία καθώς οι γονείς του τον είχαν παρατήσει και κατέληξε με την θεία του, τη γιαγιά και τον παππού του. Στο σχολείο είχε βίαιες τάσεις, ενώ είχε εκπαιδευτεί στις πολεμικές τέχνες. Φαίνεται ότι γνώριζε το θύμα και είχε αποδεδειγμένα επισκεφτεί τον τάφο της Καταρζίνα.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι όταν ήταν στον στρατό είχε υπηρετήσει στο νοσοκομείο, όπου συχνά συμμετείχε σε ανατομίες σε ανθρώπινα πτώματα. Επίσης, εργαζόταν στο Ινστιτούτο Ζωολογίας της Κρακοβίας, όπου η δουλειά του ήταν να γδέρνει ζώα.
Πολλοί από τους γνωστούς του τον χαρακτήριζαν ως «εκκεντρικό» ή απλά… «φρικιό». Μετά την εποχή του φόνου, φαίνεται ότι ανέπτυξε έντονο θρησκευτικό φανατισμό. Παράλληλα, ντυνόταν συχνά με γυναικεία ρούχα και κατασκόπευε τους γείτονές του, ενώ πολλές φορές ακολουθούσε και παρενοχλούσε γυναίκες.
Ο ίδιος πάντως αρνούνταν από την πρώτη στιγμή ότι είχε κάποια σχέση με την Καταρζίνα ή ότι την γνώριζε.
Η σύλληψή του έγινε πρώτο θέμα στην Πολωνία σε σημείο που τα μίντια άρχισαν να δημιουργούν ιστορίες για να ενισχύσουν την παρανοϊκή εικόνα που έδιναν γι’ αυτόν. Σε μια από τις ιστορίες, αναφερόταν ότι ο Γιαντσέφσκι απολύθηκε από το Ινστιτούτο Ζωολογίας επειδή μετά από μια βάρδιά του βρέθηκαν νεκροί δεκάδες λαγοί του ινστιτούτου χωρίς ο ίδιος να μπορεί να εξηγήσει τι συνέβη. Ωστόσο, ένας από τους επικεφαλής του Γιαντσέφσκι, ο καθηγητής Ζμπίγκνιου Νταμπρόφσκι, είχε δηλώσει αργότερα ότι η απόλυσή του δεν είχε να κάνει με τον θάνατο των λαγών. Εξάλλου, όπως είπε, είχε κάθε δικαίωμα να σκοτώσει λαγούς καθώς αυτή ήταν η φύση της δουλειάς του. Αντίθετα, ο Νταμπρόφσκι τόνισε ότι ο Γιαντσέφσκι έκανε πολύ καλή δουλειά και ο θάνατος των λαγών ήταν ευθύνη άλλου εργαζόμενου. Επίσης, ξεκαθάρισε ότι δεν απολύθηκε αλλά παραιτήθηκε ίσως εξαιτίας της δύσκολης δουλειάς που είχε να κάνει.
Ο Γιαντσέφσκι κατηγορήθηκε για προμελετημένη δολοφονία α’ βαθμού με ιδιαίτερη σκληρότητα.
Στη δίκη που ξεκίνησε το 2020, οι εισαγγελείς ανέφεραν ότι η Καταρζίνα κρατούνταν για ένα διάστημα αλυσοδεμένη καθώς βρέθηκαν χαρακτηριστικά σημάδια στο πόδι της στο ύψος του αστράγαλου. Όπως είπαν θεωρούν ότι μεταξύ 7 και 14 Δεκεμβρίου 1998 – ένα μήνα μετά την εξαφάνισή της- ο δράστης την στραγγάλισε με μια αλυσίδα, ενώ προηγουμένως την είχε ναρκώσει. Επίσης, της είχε σπάσει τα κόκκαλα του ποδιού και της λεκάνης χτυπώντας την με κάτι βαρύ, όπως βαράκια.
Η δίκη του τελικά ολοκληρώθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2022 με το δικαστήριο να τον καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη. Πάντως δεν είναι γνωστά όλα τα στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη καθώς η δίκη έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Ο ίδιος έχει ανακοινώσει ότι θα καταθέσει έφεση στην απόφαση.
Πάντως, υπάρχουν φωνές στην Πολωνία που λένε ότι ο Γιαντσέφσκι δεν είναι τίποτα άλλο από έναν αποδιοπομπαίο τράγο της αστυνομίας για να καλύψει την αδυναμία της να βρει τον πραγματικό δολοφόνο. Η δημοσιογράφος Μόνικα Γκόρα διεξήγαγε μια εκτεταμένη έρευνα γύρω από την υπόθεση και συμπεριέλαβε τα ευρήματα της σε ένα βιβλίο με το όνομα «Kryptonim Skóra» (Κωδική Ονομασία: Δέρμα), το οποίο εκδόθηκε στις αρχές του 2023. Σε αυτό υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη του Γιαντσέφσκι ήταν τυχαίες ενδείξεις και όχι αποδείξεις, ενώ η αστυνομία απέτυχε να τον συνδέσει με την Καταρζίνα και να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι μπορεί να είναι ο σαδιστής δολοφόνος που αναζητούσαν από το 1998.
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!