Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τον καλύτερο ρόλο που έπαιξε ποτέ ο Σωτήρης Μουστάκας.
Οι λάτρεις της κωμωδίας μπορούν να σταθούν σε κάποιον από τους δεκάδες που υποδύθηκε κατά την διάρκεια της καριέρας του σε ανάλογες ταινίες και επιθεωρήσεις. Οι πιο σινεφίλ θα προτάξουν την σύντομη, αλλά συγκλονιστική ερμηνεία του στον «Ζορμπά», που αν ήταν κατά 2 λεπτά μεγαλύτερος ίσως να του χάριζε ένα Όσκαρ… Ωστόσο τίποτα από αυτά δεν συγκρίνεται με το θέατρο που αναγκαζόταν να παίξει κάθε φορά που συναντούσε την επί δεκαετίες λατρεμένη του, όταν εκείνη «έσβηνε» και «χανόταν» χτυπημένη από Αλτσχάιμερ.
Ο Σωτήρης Μουστάκας και η Μαρία Μπονέλου γνωρίστηκαν ενώ σπούδαζαν στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δύο παιδιά ακόμα αφού δεν είχαν κλείσει καν τα 20 χρόνια τους, το ένα από τις Κάτω Πλάτρες στην Λεμεσό της Κύπρου και το άλλο από την Αθήνα, που τους ένωσε το πάθος τους για την Τέχνη. Στη συνέχεια τους ένωσε –πιο δυνατά- η παράφορη αγάπη και αφοσίωση τους ενός για τον άλλον.
Είχαν εκκινήσει από διαφορετικές αφετηρίες όχι μόνο στην ζωή, αλλά και στο θέατρο. Όταν εκείνος πραγματοποιούσε το ντεμπούτο του στο σανίδι το 1962 με το θίασο Αναλυτη – Ρηγόπουλου στο «Μια πόρτα δραχμές 500», εκείνη εμφανιζόταν την ίδια χρονιά για πρώτη φορά στο Ηρώδειο στο έργο «Βασιλεύς Ροδολίνος» του Ι.Α Τρωίλου με το Εθνικό.
Οι καλλιτεχνικές τους διαδρομές τέμνονταν ορισμένες φορές, με τον καθένα τους να ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία, πριν τελικά αφοσιωθούν κατά κύριο λόγο στην επιθεώρηση, στο είδος που τους βλέπαμε πιο συχνά μαζί, σε αντίθεση με ό,τι –συνήθως- συνέβαινε στον κινηματογράφο. Βέβαια η Μαρία Μπονέλου είχε γίνει γνωστή από χαρακτηριστικούς ρόλους σε μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’60, όπως η «Βίλλα των οργίων», το «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», το «Ένας ιππότης για την Βασούλα», το «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» και άλλες. Από την άλλη, ο Σωτήρης Μουστάκας έδειχνε από πιο νωρίς σαφώς πιο άνετα στο θέατρο το οποίο και αποδείχθηκε ο φυσικός του χώρος, την ώρα που τα «χρυσά χρόνια» του ελληνικού σινεμά είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και η βιντεοκασέτα ήταν η βασική πηγή εισοδήματος για πολλούς ακόμα ταλαντούχους, αλλά οριακά άτυχους -λόγω ηλικίας- ηθοποιούς.
Οι δυο τους -τελικά- παντρεύτηκαν το 1973, μετά από κάμποσα χρόνια σχέσης, και απέκτησαν και μια κόρη την Αλεξία. Περνώντας το κατώφλι της καλλιτεχνικής και προσωπικής ωριμότητάς τους είχαν αφοσιωθεί στο θέατρο ανεβάζοντας παραστάσεις όταν η επαγγελματική τους επιτυχία αλλά και η οικογενειακή ευτυχία δέχτηκε ένα σφοδρό χτύπημα. Το 2000 ήρθαν τα πρώτα σοβαρά σημάδια της νόσου Αλτσχάιμερ στην Μαρία Μπονέλου που εκείνη την χρονιά έπαιζε στο «Περοκέ» στην επιθεώρηση «Μουρλένιουμ». Λένε ότι αυτή η εκφυλιστική ασθένεια είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, όχι τόσο στον ίδιο τον ασθενή, αλλά στους οικείους του. Το να συναντάς καθημερινά το αγαπημένο σου πρόσωπο και να αναρωτιέσαι αν θα σε θυμηθεί ή όχι…
Για τον Σωτήρη Μουστάκα ήταν μια αβάσταχτη συνθήκη. Αλλά, γεννημένος ηθοποιός και ταγμένος στο να σκορπά παντού χαμόγελα, αυτός ο τιτάνας του γνήσιου χιούμορ που κάποτε έκανε το κοινό να σπαρταράει απλά καθήμενος σε μια άκρη της σκηνής μασώντας πασατέμπο, δεν επέτρεψε στον εαυτό του να φανερώσει την απόγνωσή του. Τουλάχιστον όχι μπροστά της. Κι ας μην τον αναγνώριζε καμιά φορά καν…
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό περιστατικό εξιστορεί ο Παναγιώτης Μήλας ο οποίος αναφέρεται σε ένα περιστατικό το 2007. Στο ασανσέρ ενός νοσοκομείου συνάντησε τυχαία τον Σωτήρη Μουστάκα. Η Μαρία Μπονέλου έχρηζε νοσηλείας και ο σύζυγός της επισκεπτόταν. «Μπήκε φουριόζος, αεικίνητος, λαμπερός» -λέει- και όταν τον είδε να αποχωρεί κάποιες ώρες αργότερα, τον περιγράφει «σκοτεινό, σκυθρωπό, σκεβρωμένο, ένα κουρελάκι»… Στην ερώτηση για το πού οφείλεται αυτή η μετάλλαξη, εισέπραξε την εξής απάντηση: «Προηγουμένως, όταν ανέβαινα, πήγαινα να δω τη Μαρία μου. Έπρεπε όταν περάσω την πόρτα του δωματίου της να είμαι λαμπερός, χαμογελαστός, ευθυτενής… Αυτός ήταν ο ρόλος μου, έπρεπε να μπω στο «πετσί» του. Τώρα που έφυγα η Μαρία μου δεν με βλέπει, η αυλαία έπεσε, τα φώτα έσβησαν κι εγώ είμαι ο εαυτός μου».
Σημειωτέον ότι εκείνη την ίδια περίοδο ο Σωτήρης Μουστάκας είχε κι αυτός να αντιμετωπίσει έναν τρομερό εχθρό. Τον καρκίνο… Προέτρεχε, όμως, η αγάπη του για την σύζυγό του. Άλλωστε για χάρη της τα τελευταία χρόνια της δουλειάς και της ζωής του έβαζε πάντοτε έναν απαράβατο όρο για τις περιοδείες των θιάσων του. Το πολύ κάθε τρεις ημέρες εκείνος θα επέστρεφε σπίτι τους για να την δει, να την φροντίσει και με την κόρη του, Αλεξία, να παρηγορήσουν και να δώσουν δύναμη ο ένας στον άλλον.
Τελικά ο Σωτήρης Μουστάκας έφυγε από την ζωή στις 4 Ιουνίου του 2007, προδομένος από λοίμωξη του αναπνευστικού. Η Μαρία Μπονέλου ήταν ήδη τόσο άσχημα στην υγεία της που δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί στο στερνό αντίο. Έτσι κι αλλιώς στις 30 Αυγούστου πήγε κι εκείνη να τον συναντήσει. Σχεδόν τρεις μήνες δίχως την παρουσία του (άσχετα με τον βαθμό συνείδησης) ήταν αβάσταχτοι. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου την 1η Σεπτεμβρίου 2007, στο πλάι του συζύγου της. Εκεί που στέκονταν πάντα ο ένας για τον άλλον.
Ο Σωτήρης Μουστάκας και η Μαρία Μπονέλου γνωρίστηκαν ενώ σπούδαζαν στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δύο παιδιά ακόμα αφού δεν είχαν κλείσει καν τα 20 χρόνια τους, το ένα από τις Κάτω Πλάτρες στην Λεμεσό της Κύπρου και το άλλο από την Αθήνα, που τους ένωσε το πάθος τους για την Τέχνη. Στη συνέχεια τους ένωσε –πιο δυνατά- η παράφορη αγάπη και αφοσίωση τους ενός για τον άλλον.
Είχαν εκκινήσει από διαφορετικές αφετηρίες όχι μόνο στην ζωή, αλλά και στο θέατρο. Όταν εκείνος πραγματοποιούσε το ντεμπούτο του στο σανίδι το 1962 με το θίασο Αναλυτη – Ρηγόπουλου στο «Μια πόρτα δραχμές 500», εκείνη εμφανιζόταν την ίδια χρονιά για πρώτη φορά στο Ηρώδειο στο έργο «Βασιλεύς Ροδολίνος» του Ι.Α Τρωίλου με το Εθνικό.
Οι καλλιτεχνικές τους διαδρομές τέμνονταν ορισμένες φορές, με τον καθένα τους να ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία, πριν τελικά αφοσιωθούν κατά κύριο λόγο στην επιθεώρηση, στο είδος που τους βλέπαμε πιο συχνά μαζί, σε αντίθεση με ό,τι –συνήθως- συνέβαινε στον κινηματογράφο. Βέβαια η Μαρία Μπονέλου είχε γίνει γνωστή από χαρακτηριστικούς ρόλους σε μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’60, όπως η «Βίλλα των οργίων», το «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», το «Ένας ιππότης για την Βασούλα», το «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» και άλλες. Από την άλλη, ο Σωτήρης Μουστάκας έδειχνε από πιο νωρίς σαφώς πιο άνετα στο θέατρο το οποίο και αποδείχθηκε ο φυσικός του χώρος, την ώρα που τα «χρυσά χρόνια» του ελληνικού σινεμά είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και η βιντεοκασέτα ήταν η βασική πηγή εισοδήματος για πολλούς ακόμα ταλαντούχους, αλλά οριακά άτυχους -λόγω ηλικίας- ηθοποιούς.
Οι δυο τους -τελικά- παντρεύτηκαν το 1973, μετά από κάμποσα χρόνια σχέσης, και απέκτησαν και μια κόρη την Αλεξία. Περνώντας το κατώφλι της καλλιτεχνικής και προσωπικής ωριμότητάς τους είχαν αφοσιωθεί στο θέατρο ανεβάζοντας παραστάσεις όταν η επαγγελματική τους επιτυχία αλλά και η οικογενειακή ευτυχία δέχτηκε ένα σφοδρό χτύπημα. Το 2000 ήρθαν τα πρώτα σοβαρά σημάδια της νόσου Αλτσχάιμερ στην Μαρία Μπονέλου που εκείνη την χρονιά έπαιζε στο «Περοκέ» στην επιθεώρηση «Μουρλένιουμ». Λένε ότι αυτή η εκφυλιστική ασθένεια είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, όχι τόσο στον ίδιο τον ασθενή, αλλά στους οικείους του. Το να συναντάς καθημερινά το αγαπημένο σου πρόσωπο και να αναρωτιέσαι αν θα σε θυμηθεί ή όχι…
Για τον Σωτήρη Μουστάκα ήταν μια αβάσταχτη συνθήκη. Αλλά, γεννημένος ηθοποιός και ταγμένος στο να σκορπά παντού χαμόγελα, αυτός ο τιτάνας του γνήσιου χιούμορ που κάποτε έκανε το κοινό να σπαρταράει απλά καθήμενος σε μια άκρη της σκηνής μασώντας πασατέμπο, δεν επέτρεψε στον εαυτό του να φανερώσει την απόγνωσή του. Τουλάχιστον όχι μπροστά της. Κι ας μην τον αναγνώριζε καμιά φορά καν…
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό περιστατικό εξιστορεί ο Παναγιώτης Μήλας ο οποίος αναφέρεται σε ένα περιστατικό το 2007. Στο ασανσέρ ενός νοσοκομείου συνάντησε τυχαία τον Σωτήρη Μουστάκα. Η Μαρία Μπονέλου έχρηζε νοσηλείας και ο σύζυγός της επισκεπτόταν. «Μπήκε φουριόζος, αεικίνητος, λαμπερός» -λέει- και όταν τον είδε να αποχωρεί κάποιες ώρες αργότερα, τον περιγράφει «σκοτεινό, σκυθρωπό, σκεβρωμένο, ένα κουρελάκι»… Στην ερώτηση για το πού οφείλεται αυτή η μετάλλαξη, εισέπραξε την εξής απάντηση: «Προηγουμένως, όταν ανέβαινα, πήγαινα να δω τη Μαρία μου. Έπρεπε όταν περάσω την πόρτα του δωματίου της να είμαι λαμπερός, χαμογελαστός, ευθυτενής… Αυτός ήταν ο ρόλος μου, έπρεπε να μπω στο «πετσί» του. Τώρα που έφυγα η Μαρία μου δεν με βλέπει, η αυλαία έπεσε, τα φώτα έσβησαν κι εγώ είμαι ο εαυτός μου».
Σημειωτέον ότι εκείνη την ίδια περίοδο ο Σωτήρης Μουστάκας είχε κι αυτός να αντιμετωπίσει έναν τρομερό εχθρό. Τον καρκίνο… Προέτρεχε, όμως, η αγάπη του για την σύζυγό του. Άλλωστε για χάρη της τα τελευταία χρόνια της δουλειάς και της ζωής του έβαζε πάντοτε έναν απαράβατο όρο για τις περιοδείες των θιάσων του. Το πολύ κάθε τρεις ημέρες εκείνος θα επέστρεφε σπίτι τους για να την δει, να την φροντίσει και με την κόρη του, Αλεξία, να παρηγορήσουν και να δώσουν δύναμη ο ένας στον άλλον.
Τελικά ο Σωτήρης Μουστάκας έφυγε από την ζωή στις 4 Ιουνίου του 2007, προδομένος από λοίμωξη του αναπνευστικού. Η Μαρία Μπονέλου ήταν ήδη τόσο άσχημα στην υγεία της που δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί στο στερνό αντίο. Έτσι κι αλλιώς στις 30 Αυγούστου πήγε κι εκείνη να τον συναντήσει. Σχεδόν τρεις μήνες δίχως την παρουσία του (άσχετα με τον βαθμό συνείδησης) ήταν αβάσταχτοι. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου την 1η Σεπτεμβρίου 2007, στο πλάι του συζύγου της. Εκεί που στέκονταν πάντα ο ένας για τον άλλον.
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!