Ποιος θυμάται τον Δημήτρη Βακρινό; Τον ταξιτζή που σκότωσε πέντε ανθρώπους για εξωφρενικά ασήμαντες αφορμές και χαρακτηρίστηκε ως “serial killer”, λίγο μόλις καιρό μετά τη σύλληψη του Θεόφιλου Σεχίδη, του μάλλον πιο γνωστού Έλληνα δολοφόνου που του αποδόθηκε ποτέ αυτός ο χαρακτηρισμός;
Ήταν Απρίλιος του 1997 όταν συνελήφθη ο «λιγομίλητος» και «ήσυχος» ταξιτζής -σύμφωνα με τους γείτονες και φίλους που από τότε είχαν τη συνήθεια να πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Αν και αρχικά ήταν ύποπτος για δύο φόνους και κάποιες ληστείες, σε λιγότερο από 24 ώρες θα σπάσει και αποκαλύψει εγκλήματα που έφταναν έως και δέκα χρόνια πίσω. Κάποια τόσο κακοστημένα εγκλήματα που πραγματικά διαβάζοντάς τα, απορείς πώς και δεν είχε συλληφθεί νωρίτερα.
Σκότωσε έναν φίλο του μέσα στο ίδιο του το σπίτι και άργησε μια βδομάδα μέχρι να καθαρίσει τα ίχνη, έβαλε φωτιά σε μια γυναίκα που αρνήθηκε να κάνουν έρωτα, αφού πρώτα είχαν περάσει από διάφορα μπαρ, αφήνοντας ίχνη… Πραγματικά, είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η αστυνομία τότε δεν μπορούσε να συλλάβει αυτόν τον άνθρωπο. Και πόσα εγκλήματα θα είχαν αποφευχθεί.
Στην κοινή συνείδηση θα μείνει ως ο «κοντός» δολοφόνος, εξαιτίας των λεγομένων του, ότι ένιωθε κόμπλεξ για το ανάστημα του (ήταν 1.65), ότι τον πείραζαν και ότι είχε αγοράσει όπλο για «να νιώθει ψηλότερος». Οι εφημερίδες και η τηλεόραση της εποχής θα πιαστούν απ’ αυτό και όπως συνήθιζαν ειδικά τότε, θα εξαπολύσουν έναν ρατσιστικό οχετό που θα πάρει μπάλα όλους τους μικρόσωμους ανθρώπους.
Πριν περάσουμε στις δολοφονίες του, ας δούμε κάποια πράγματα απ’ τη ζωή του, αυτά που τότε θεωρήθηκαν ενδιαφέροντα από τις εφημερίδες και φωτίστηκαν περισσότερο απ’ τα υπόλοιπα. Και γι’ αυτό σώζονται μέχρι σήμερα.
Το προφίλ του serial killer
Δημητρης Βακρινος δολοφονος ταξιτζής
Ο Δημήτρης Βακρινός θα γεννηθεί το 1963 στο Πυρρή της Γορτυνίας, και θα είναι το δεύτερο στη σειρά από τα τέσσερα παιδιά μίας πάρα πολύ φτωχής οικογένειας.
Αντικοινωνικός και κακός μαθητής, θα τελειώσει μόνο το δημοτικό -και αυτό με δυσκολία- και θα ασχοληθεί με τα ζώα της οικογένειας του. Βοσκός.
Το 1975, σε ηλικία 13 χρονών θα αφήσει το χωριό του για να γλιτώσει απ’ τον πατέρα του που τον έδερνε σκληρά με κάθε ευκαιρία. «Ήταν μέθυσος», θα πει αργότερα στους αστυνομικούς.
Αρχικά θα βρεθεί στην Αθήνα και θα δουλέψει σε μια ταβέρνα στη Χασιά, η οποία άνηκε σε συγγενείς της μητέρας του και στη συνέχεια, με τη βοήθεια μίας κοινωνικού λειτουργού, θα μπει σε ένα ίδρυμα στην Ελευσίνα. Εκεί θα μείνει για δυο χρόνια. Κατά το διάστημα της παραμονής του εκεί, θα μαθητεύσει ως ηλεκτροσυγκολλητής στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Θα πάρει την ειδικότητα του και θα εργαστεί στην επιχείρηση έως και το 1992, ασκώντας παράλληλα και το επάγγελμα του ταξιτζή.
Πλέον μένει μόνος του και το 1990 θα γνωρίσει την πρώτη του γυναίκα, τη Λίτσα Γερασίμου. Θα παντρευτούν και θα μείνουν μαζί μόνο για 14 μήνες.
«Δεν τα βρίσκαμε», θα πει η πρώτη του σύζυγος. «Ήταν μια ζωή χωρίς τίποτε ιδιαίτερο. Όλες τις ημέρες ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι. Φίλους δεν είχε, ούτε ήθελε να πηγαίναμε πουθενά.
Στον γάμο μας δεν έφερε τον πατέρα του. Έλεγε πώς ήταν μέθυσος και δεν τον συμπαθούσε. Μόνο τη μητέρα του έφερε κι αυτή ακόμη δεν την άφησε να μπει στην εκκλησία. Ένα μήνα μετά τον γάμο μας έφυγε ξαφνικά από το σπίτι μας, χωρίς να πει οτιδήποτε. Μετά όμως ξαναγύρισε».
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Βακρινός θα ισχυριστεί στους αστυνομικούς ότι «η πεθερά μου με έδερνε». Η ίδια όμως, μιλώντας σε δημοσιογράφους, θα το αρνηθεί:
«Λίγο πριν χωρίσουν καθόμαστε με την κόρη μου και πίναμε καφέ στην κουζίνα. Ήταν μαζί μας και το μωρό του άλλου παιδιού μου. Ξαφνικά τον είδα να ζητά απ’ την κόρη μου το βιβλιάριο υγείας. Μόλις εκείνη βγήκε στη βεράντα, τον είδα να την χτυπάει. Έτρεξα αμέσως να τον ρωτήσω γιατί την δέρνει κι εκείνη την ώρα μου έδωσε κι εμένα ένα χαστούκι».
Οι δυο τους θα χωρίσουν καθώς ο ίδιος δεν θα θελήσει να κάνουν παιδιά. «Φέρνουν προβλήματα», θα της πει. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο.
Το 1992 ο Βακρινός θα σταματήσει να εργάζεται στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. «Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο αποζημίωση», θα πει η πρώην σύζυγός του. «Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Έτσι άρχισαν οι καβγάδες….».
Ο Βακρινός γυρίζει τα βράδια και η Γερασίμου μην αντέχοντας άλλο, θα τον διώξει απ’ το σπίτι τους στο Κερατσίνι. Τότε θα κάνει και την πρώτη του καταγεγραμμένη εγκληματική ενέργεια.
Θα κάψει το εξοχικό του πεθερού του στη Σαλαμίνα για να τους εκδικηθεί και στη συνέχεια θα διαρρήξει και το σπίτι του Κερατσινίου. Θα καταδικαστεί ερήμην σε δύο χρόνια με αναστολή.
Πλέον εργάζεται αποκλειστικά ως ταξιτζής και το καλοκαίρι του 1996 θα παντρευτεί -για δεύτερη φορά- την Κυριακή (Κούλα) Χατζηδογιαννάκη. Θα μείνουν μαζί σε ένα διαμέρισμα στο Μοσχάτο, μέχρι και τη μέρα που θα συλληφθεί
Όλο αυτό το διάστημα, κάτω απ’ τη μύτη φίλων και συγγενών, αυτός ο ήσυχος, λιγομίλητος άνθρωπος όπως τον περιέγραφαν, θα δολοφονήσει πέντε άτομα και άλλα δύο θα τα αφήσει ανάπηρα.
Και όλα αυτά θα τα κάνει χωρίς καμία ουσιαστική αφορμή, χωρίς κανέναν πραγματικό λόγο. Μόνο γιατί θεώρησε ότι τον «πρόσβαλαν», με τη φαντασία του πολλές φορές να τον προδίδει και να τον παρασέρνει σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
Η δολοφονία του φίλου του
Πρώτο θύμα του θα είναι ο Παναγιώτης Γαγλίας, διαρρήκτης, γνωστός στον υπόκοσμο της Αθήνας ως «Πεταλούδας», ένα μόλις μήνα μετά την αποφυλάκισή του, τον Ιούλιο του 1987.
Οι δυο τους έκαναν παρέα και συχνά «τα έπιναν μέχρι πρωίας», όπως γράφει χαρακτηριστικά εφημερίδα της εποχής. Η σχέση τους όμως δεν ήταν και η καλύτερη. Για παράδειγμα «μια μέρα ο Γαγλίας ζήτησε από τον Βακρινό να του δανείσει για μισή ώρα το αυτοκίνητό που είχε νοικιάσει, όμως του το επέστρεψε τελικά αργά το βράδυ. Όταν ο Βακρινός του ζήτησε τον λόγο, εκείνος τον έβρισε λέγοντάς του “τι θα μου κάνεις ρε;”. Αργότερα θα ανακαλύψει ότι ο Γαγλίας του είχε κλέψει κι ένα κυνηγετικό όπλο».
Ένα βράδυ, λοιπόν, θα βγουν έξω. Θα γυρίσουν στο σπίτι του Βακρινού στην Πετρούπολη, μεθυσμένοι, και θα μαλώσουν ξανά. Ο Γαγλίας θα αποκοιμηθεί και θα του μουγκρίσει μεθυσμένος μέσα στον ύπνο του «πέσε κοιμήσου, μη σηκωθώ και σε κάνω ασήκωτο».
Τότε ο Βακρινός θα βγει έξω, θα βρει έναν σιδερολοστό, και όταν επιστρέψει θα τον χτυπήσει σαν μανιακός πολλές φορές στο κεφάλι μέχρι να βεβαιωθεί ότι είναι νεκρός. Στη συνέχεια, θα πάει στο Μοναστηράκι για να αγοράσει ένα μαχαίρι προκειμένου να τεμαχίσει το πτώμα. Τελικά θα το μετανιώσει, θα γυρίσει στο σπίτι του, θα βάλει τον νεκρό φίλο του σε κάτι σακούλες και θα τον φορτώσει στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Θα περιπλανηθεί για αρκετές ώρες και τελικά θα τον πετάξει σε μία ερημική τοποθεσία στο 19ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Άργους-Τριπόλεως. Το πτώμα θα το βρει τυχαία ένας βοσκός στις 14 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Ο Βακρινός θα μείνει στο σπίτι της αδερφής του για μια βδομάδα για να κρυφτεί και στη συνέχεια θα επιστρέψει στο δικό του για να το πλύνει και να καθαρίσει τα αίματα. Έχει κάνει τον πρώτο του φόνο και κανείς δεν έχει υποπτευθεί τίποτα.
«Μόνο στον πρώτο φόνο είχα εφιάλτες», θα πει αργότερα στο Star. «Για ενάμιση χρόνο. Έπειτα εντάξει, κοιμόμουνα ήσυχος. Την ώρα που σκότωνα θαμπώνανε τα μάτια μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Άμα κάνεις την αρχή μετά είναι δύσκολο να κάνεις πίσω. Γλυκαίνεσαι».
Η γυναικοκτονία της Αναστασίας Σιμιτζή
Η 25χρονη κοπέλα θα επιβιβαστεί στο ταξί του λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις 20 Νοεμβρίου του 1993. Βρίσκονται στην Αγιά Βαρβάρα και του ζητά να τη μεταφέρει στο Πασαλιμάνι. Κατά τη διάρκεια της κούρσας θα πιάσουν κουβέντα, θα του ανοιχτεί, θα του πει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με τον φίλο της με τον οποίο συζεί -άλλα δημοσιεύματα θα γράψουν ότι ο φίλος της μόλις την είχε χωρίσει. Ο Βακρινός θα της ζητήσει να πιουν ένα ποτό σε κάποιο μπαρ να τα πουν καλύτερα και εκείνη θα δεχτεί.
Στη συνέχεια, θα της ζητήσει να τον ακολουθήσει στο ξενοδοχείο ο Γλάρος στον Σκαραμαγκά «για να κάνουν έρωτα» και αυτή θα αρνηθεί. Κάποια άλλα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι γέλασε μαζί του και τον αποκάλεσε κοντό. Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Είπαμε και πιο πάνω την παράκρουση που είχαν πάθει τα media με το ανάστημά του.
Εκείνος θα γίνει έξαλλος, αλλά θα το κρύψει καλά.
Θα τη βάλει στο ταξί του, δήθεν για να τη γυρίσει σπίτι της, και πηγαίνοντας προς τη Μάντρα, θα σταματήσει σε ένα βενζινάδικο, όπου και θα αγοράσει ένα μπιτόνι βενζίνη. Λίγο αργότερα θα την κατεβάσει σε ερημική τοποθεσία και θα την περιλούσει με βενζίνη.
«Μόλις η κοπέλα διαισθάνθηκε τι θα συνέβαινε», γράφει ο Αδέσμευτος Τύπος, «του πρότεινε να κάνουν έρωτα, αλλά ο αδίστακτος δολοφόνος της είπε: “τώρα κάνε έρωτα μόνη σου…” και την έκαψε ζωντανή».
Ο ίδιος τέσσερα χρόνια αργότερα θα πει σε δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας:
«Εκείνη η κοπέλα που έκαψα ζωντανή, ήταν κακιά ώρα. Με θολώσανε οι ορμόνες. Καταλαβαίνεις. Μπήκε πελάτισσα και καταλήξαμε να πίνουμε παρέα. Ύστερα δεν ήθελε. Φταίνε οι ορμόνες…».
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!