Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 4 Ιουνίου 2001 σε ηλικία 85 ετών μετά από μακρά νοσηλεία σε διάφορα νοσοκομεία.
Υπήρξε ένας από τους πλέον αγαπημένους Έλληνες ηθοποιούς τόσο για το κοινό όσο και για τους συναδέλφους του.
Τον χαρακτήριζε η σεμνότητα, η ευγένεια, η φινετσάτη προσωπικότητά του, η λατρεία στο γυναικείο φύλο, αλλά και το χιούμορ του. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιγραφή της «τελευταίας κατοικίας» του αναφέρει: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ»…
Για σχεδόν 55 χρόνια ο Ντίνος Ηλιόπουλος διέγραψε μια λαμπρή πορεία στον ελληνικό κινηματογράφο και το θέατρο όπου άφησε τη σφραγίδα του, ενώ δεν ήταν λίγες και οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ιδιαίτερα προς τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Τα παιδικά χρόνια και η απόφαση να ασχοληθεί με το θέατρο
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1915 από Έλληνες γονείς. Ο έμπορος πατέρας του, όμως, καταστράφηκε οικονομικά από το κραχ του 1929 με αποτέλεσμα η οικογένεια να μετακομίσει στη Μασσαλία. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος είχε ως πρώτη γλώσσα του, τη γαλλική.
Το 1935 η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα και ο Ντίνος Ηλιόπουλος γράφτηκε στο Berkshire High Commercial School για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.
Αφού αποφοίτησε και ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, η οποία ήταν παρατεταμένη λόγω του πολέμου, έπιασε δουλειά σε μια αντιπροσωπεία. Ωστόσο, δεν έμεινε για πολύ εκεί και στη συνέχεια άλλαζε δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του» όπως έλεγε με χιούμορ ο ίδιος, ώσπου συνειδητοποίησε ότι θέλει να αφοσιωθεί στο θέατρο. Άλλωστε, ο ίδιος αγαπούσε τον κινηματογράφο από μικρό παιδί.
Τον χαρακτήριζε η σεμνότητα, η ευγένεια, η φινετσάτη προσωπικότητά του, η λατρεία στο γυναικείο φύλο, αλλά και το χιούμορ του. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιγραφή της «τελευταίας κατοικίας» του αναφέρει: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ»…
Για σχεδόν 55 χρόνια ο Ντίνος Ηλιόπουλος διέγραψε μια λαμπρή πορεία στον ελληνικό κινηματογράφο και το θέατρο όπου άφησε τη σφραγίδα του, ενώ δεν ήταν λίγες και οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ιδιαίτερα προς τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Τα παιδικά χρόνια και η απόφαση να ασχοληθεί με το θέατρο
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1915 από Έλληνες γονείς. Ο έμπορος πατέρας του, όμως, καταστράφηκε οικονομικά από το κραχ του 1929 με αποτέλεσμα η οικογένεια να μετακομίσει στη Μασσαλία. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος είχε ως πρώτη γλώσσα του, τη γαλλική.
Το 1935 η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα και ο Ντίνος Ηλιόπουλος γράφτηκε στο Berkshire High Commercial School για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.
Αφού αποφοίτησε και ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, η οποία ήταν παρατεταμένη λόγω του πολέμου, έπιασε δουλειά σε μια αντιπροσωπεία. Ωστόσο, δεν έμεινε για πολύ εκεί και στη συνέχεια άλλαζε δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του» όπως έλεγε με χιούμορ ο ίδιος, ώσπου συνειδητοποίησε ότι θέλει να αφοσιωθεί στο θέατρο. Άλλωστε, ο ίδιος αγαπούσε τον κινηματογράφο από μικρό παιδί.
Τα πρώτα βήματα στο θέατρο
Έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά κόπηκε και έτσι φοίτησε στην ιδιωτική δραματική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου Σάρα Μπερνάρ, Γιαννούλη Σαραντίδη.
Πήρε το βάπτισμα του πυρός στο θεατρικό σανίδι το 1944 με το θίασο της «κυρίας Κατερίνας», ενώ στη συνέχεια έπαιξε - μεταξύ άλλων - στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν.
Τις εμφανίσεις του συνόδευαν πάντα θετικές κριτικές και μάλιστα, ο σπουδαίος Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για εκείνον: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!».
Η παρθενική εμφάνιση στον κινηματογράφο και τα χρόνια των μεγάλων επιτυχιών
Το 1948 κάνει την παρθενική του εμφάνιση στον κινηματογράφο στην ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες» και μέσα σε πέντε χρόνια χάρη στην επιτυχία που είχε γνωρίσει, γίνεται θιασάρχης και ανεβάζει στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ την κωμωδία «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Τα επόμενα δέκα χρόνια οι εμφανίσεις του τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 αποκτά τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης. Εκεί ανέβασε κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων που αγαπήθηκαν από το κοινό και στη συνέχεια κάποιες εξ αυτών μεταφέρθηκαν με εξίσου μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο, όπως - μεταξύ άλλων - τα: «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικόν κέντρον "Ο Έρως"», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα».
Η κακή σχέση με το χρήμα, η πτώχευση και η περιοδεία στην Αμερική
Το 1948 κάνει την παρθενική του εμφάνιση στον κινηματογράφο στην ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες» και μέσα σε πέντε χρόνια χάρη στην επιτυχία που είχε γνωρίσει, γίνεται θιασάρχης και ανεβάζει στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ την κωμωδία «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Τα επόμενα δέκα χρόνια οι εμφανίσεις του τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 αποκτά τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης. Εκεί ανέβασε κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων που αγαπήθηκαν από το κοινό και στη συνέχεια κάποιες εξ αυτών μεταφέρθηκαν με εξίσου μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο, όπως - μεταξύ άλλων - τα: «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικόν κέντρον "Ο Έρως"», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα».
Ωστόσο, η σχέση του με το χρήμα ήταν πολύ κακή και στις παραστάσεις του πάντα προσλάμβανε περισσότερους ηθοποιούς από όσους απαιτούσε το έργο προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά συναδέλφους που πιθανόν βρίσκονταν σε ανάγκη.
Έτσι, όταν μετά το 1966 οι παραστάσεις του δεν είχαν την αναμενόμενη απήχηση και δεδομένου ότι ο κινηματογράφος είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα εξαιτίας της τηλεόρασης, τα χρέη έπνιξαν τον ηθοποιό.
Ο ίδιος αναγκάστηκε να παίζει δεύτερους και τρίτους ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις, αλλά τελικά αποφάσισε να σχηματίσει δικό του θίασο και να πάει περιοδεία σε Αμερική και Καναδά για να μπορέσει να «ξελασπώσει».
Η συγκεκριμένη περιοδεία κράτησε περίπου δύο χρόνια - πρωτοφανής διάρκεια για ελληνικό θίασο - και ο Ντίνος Ηλιόπουλος μαζί με τον θίασό του έπαιξαν σε περίπου 60 πολιτείες.
Στην πολύχρονη και επιτυχημένη καριέρα του έπαιξε στο Εθνικό, ερμηνεύοντας τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου το 1977, αλλά στη συνέχεια στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Γενικά ο «Έλληνας Φρεντ Αστέρ», όπως τον αποκαλούσαν, είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται σε όλα τα είδη.
Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι «Ένας καλλιτέχνης καλό είναι να αποφεύγει την αντιγραφή και τη μίμηση, η κλοπή είναι επιτρεπτή».
Τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α' για τη μεγάλη προσφορά του στο θέατρο, ενώ το 1999 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων και το 2000 τιμητική πλακέτα από τον Δήμο Πειραιά.
Η τελευταία του εμφάνιση στο σανίδι ήταν τη θεατρική σεζόν 1998 - 1999 στην παράσταση «Νταϊάνα, η Πριγκίπισσα του λαού» που ανέβηκε στο Θέατρο Καλουτά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος».
Έτσι, όταν μετά το 1966 οι παραστάσεις του δεν είχαν την αναμενόμενη απήχηση και δεδομένου ότι ο κινηματογράφος είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα εξαιτίας της τηλεόρασης, τα χρέη έπνιξαν τον ηθοποιό.
Ο ίδιος αναγκάστηκε να παίζει δεύτερους και τρίτους ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις, αλλά τελικά αποφάσισε να σχηματίσει δικό του θίασο και να πάει περιοδεία σε Αμερική και Καναδά για να μπορέσει να «ξελασπώσει».
Η συγκεκριμένη περιοδεία κράτησε περίπου δύο χρόνια - πρωτοφανής διάρκεια για ελληνικό θίασο - και ο Ντίνος Ηλιόπουλος μαζί με τον θίασό του έπαιξαν σε περίπου 60 πολιτείες.
Στην πολύχρονη και επιτυχημένη καριέρα του έπαιξε στο Εθνικό, ερμηνεύοντας τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου το 1977, αλλά στη συνέχεια στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Γενικά ο «Έλληνας Φρεντ Αστέρ», όπως τον αποκαλούσαν, είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται σε όλα τα είδη.
Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι «Ένας καλλιτέχνης καλό είναι να αποφεύγει την αντιγραφή και τη μίμηση, η κλοπή είναι επιτρεπτή».
Τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α' για τη μεγάλη προσφορά του στο θέατρο, ενώ το 1999 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων και το 2000 τιμητική πλακέτα από τον Δήμο Πειραιά.
Η τελευταία του εμφάνιση στο σανίδι ήταν τη θεατρική σεζόν 1998 - 1999 στην παράσταση «Νταϊάνα, η Πριγκίπισσα του λαού» που ανέβηκε στο Θέατρο Καλουτά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος».
Οι δύο γάμοι και η συμβουλή στην κόρη του, Εβίτα
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος είχε αδυναμία στο ωραίο φύλο, υπήρξε μεγάλος καρδιοκατακτητής και παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος γάμος του διήρκεσε ελάχιστους μήνες και στις συνεντεύξεις του ο ίδιος δεν ήθελε να αναφέρεται σε εκείνο το κομμάτι της ζωής του.
Δεύτερη φορά ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας το 1963 με την - αυστριακής καταγωγής - Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα και τρία εγγόνια.
«Όταν έφυγε για την Αμερική, ήταν το παιδικό μου τραύμα γιατί σαν παιδί δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί υπάρχει η ανάγκη αυτή. Και κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς που είπα ότι δεν μπορώ να ξανακάνω γιορτές χωρίς εκείνον, πήρε το αεροπλάνο και ήρθε μία μόλις μέρα πριν πάρει την πράσινη κάρτα. Λύγισε γιατί τον ζητούσα», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της η κόρη του, Εβίτα.
Η συμβουλή που της έδινε και ακολουθούσε και ο ίδιος στην καθημερινότητά του ήταν: «Θα θυμώσω αύριο».
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος είχε αδυναμία στο ωραίο φύλο, υπήρξε μεγάλος καρδιοκατακτητής και παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος γάμος του διήρκεσε ελάχιστους μήνες και στις συνεντεύξεις του ο ίδιος δεν ήθελε να αναφέρεται σε εκείνο το κομμάτι της ζωής του.
Δεύτερη φορά ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας το 1963 με την - αυστριακής καταγωγής - Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα και τρία εγγόνια.
«Όταν έφυγε για την Αμερική, ήταν το παιδικό μου τραύμα γιατί σαν παιδί δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί υπάρχει η ανάγκη αυτή. Και κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς που είπα ότι δεν μπορώ να ξανακάνω γιορτές χωρίς εκείνον, πήρε το αεροπλάνο και ήρθε μία μόλις μέρα πριν πάρει την πράσινη κάρτα. Λύγισε γιατί τον ζητούσα», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της η κόρη του, Εβίτα.
Η συμβουλή που της έδινε και ακολουθούσε και ο ίδιος στην καθημερινότητά του ήταν: «Θα θυμώσω αύριο».
Ο μεγάλος έρωτας με την Άννα Φόνσου
Πριν τον δεύτερο γάμο του ο Ντίνο Ηλιόπουλος έζησε για 2,5 χρόνια έναν μεγάλο έρωτα με την Άννα Φόνσου, με την οποία είχαν σχεδόν 30 χρόνια διαφορά. Γνωρίστηκαν όταν εκείνος την κάλεσε να παίξει στον θίασό του με την ίδια να έχει δηλώσει ότι «τον ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή, πολλή γοητεία, δεν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος».
Ο έρωτάς τους άφησε εποχή και όταν η Άννα Φόνσου τον χώρισε για να παντρευτεί τον πλούσιο θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Παλτόγλου, το 1962, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έγραψε για εκείνη τους στίχους για το νοσταλγικό τραγούδι «Μείνε Λίγο». Τη μουσική έγραψε ο Σπύρος Παππάς.
Σε συνέντευξή της η Άννα Φόνσου έχει δηλώσει ότι τον εγκατέλειψε χωρίς να του πει τίποτα και εκείνος έπεσε σε απελπισία παρόλο που ο ίδιος, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, την προέτρεπε να βρει κάποιον άλλο επειδή εκείνος της έπεφτε πολύ μεγάλος.
«Ήταν το είδωλό μου, ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του», είχε αναφέρει η Άννα Φόνσου, αλλά δεν θέλησε να τον προειδοποιήσει επειδή φοβόταν ότι θα τον έκανε δυστυχισμένο. Η ίδια μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της απέναντί του και αργότερα του είχε ζητήσει επανειλημμένα συγγνώμη.
Η Άννα Φόνσου δεν έχει κρύψει ότι ένας λόγος που παντρεύτηκε τον θεατρικό επιχειρηματία ήταν και το γεγονός ότι ήθελε να ξεφύγει από τη φτώχεια της, ενώ την ίδια στιγμή η μητέρα της ήταν άρρωστη. Τον αγαπούσε και μετά τον γάμο της, όπως έχει πει, ενώ σταμάτησε να στενοχωριέται για εκείνον όταν τον είδε πια να παντρεύεται τη Χίλντεργκαρντ και να κάνει τη οικογένειά του.
Πριν τον δεύτερο γάμο του ο Ντίνο Ηλιόπουλος έζησε για 2,5 χρόνια έναν μεγάλο έρωτα με την Άννα Φόνσου, με την οποία είχαν σχεδόν 30 χρόνια διαφορά. Γνωρίστηκαν όταν εκείνος την κάλεσε να παίξει στον θίασό του με την ίδια να έχει δηλώσει ότι «τον ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή, πολλή γοητεία, δεν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος».
Ο έρωτάς τους άφησε εποχή και όταν η Άννα Φόνσου τον χώρισε για να παντρευτεί τον πλούσιο θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Παλτόγλου, το 1962, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έγραψε για εκείνη τους στίχους για το νοσταλγικό τραγούδι «Μείνε Λίγο». Τη μουσική έγραψε ο Σπύρος Παππάς.
Σε συνέντευξή της η Άννα Φόνσου έχει δηλώσει ότι τον εγκατέλειψε χωρίς να του πει τίποτα και εκείνος έπεσε σε απελπισία παρόλο που ο ίδιος, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, την προέτρεπε να βρει κάποιον άλλο επειδή εκείνος της έπεφτε πολύ μεγάλος.
«Ήταν το είδωλό μου, ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του», είχε αναφέρει η Άννα Φόνσου, αλλά δεν θέλησε να τον προειδοποιήσει επειδή φοβόταν ότι θα τον έκανε δυστυχισμένο. Η ίδια μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της απέναντί του και αργότερα του είχε ζητήσει επανειλημμένα συγγνώμη.
Η Άννα Φόνσου δεν έχει κρύψει ότι ένας λόγος που παντρεύτηκε τον θεατρικό επιχειρηματία ήταν και το γεγονός ότι ήθελε να ξεφύγει από τη φτώχεια της, ενώ την ίδια στιγμή η μητέρα της ήταν άρρωστη. Τον αγαπούσε και μετά τον γάμο της, όπως έχει πει, ενώ σταμάτησε να στενοχωριέται για εκείνον όταν τον είδε πια να παντρεύεται τη Χίλντεργκαρντ και να κάνει τη οικογένειά του.
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!