Δευτέρα 1η Ιουνίου 1998. Ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης, φεύγει. Πηγαίνει να κάνει αυτό που βήμα - βήμα ετοίμαζε ολόκληρη τη ζωή του. Πάει να «νικήσει» τον θάνατο. Να τον «ξεγελάσει». Να επιλέξει αυτός τον τρόπο, τον τόπο και το πότε.
Στο μέχρι και πριν από μερικούς μήνες αδημοσίευτο έργο του, «Ο Ανήφορος», ο σπουδαίος κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης γράφει πως «δε με νοιάζει ο θάνατος. Με νοιάζει η φθορά. Αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω...». Το ζήτημα του θανάτου απασχολεί λόγιους και φιλοσόφους, σχεδόν από τις... απαρχές του κόσμου. Ένα ζήτημα άλυτο. Ένα μυστήριο. Ένας μοιραίος μα και όμορφος γρίφος. Τι είναι ο θάνατος; Μπορείς να νικήσεις τον θάνατο; Να τον κοροϊδέψεις; Να τον ξεγελάσεις; Υπάρχουν απαντήσεις σε όλα αυτά; Και αν υπάρχουν, ποιος μπορεί να αποδείξει πως είναι οι σωστές;
Στο τελευταίο του γράμμα, ο Δημήτρης Λιαντίνης έγραφε: «Διοτίμα μου, φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα - βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου». Και χάθηκε. Και δεν «εμφανίστηκε» παρά επτά ολόκληρα χρόνια μετά. Επτά χρόνια που η οικογένειά του, οι συγγενείς του, οι φίλοι του, η Ελλάδα ολόκληρη, έζησε ένα δίχως προηγούμενο, θρίλερ.
Αυτοκτονία, λένε οι περισσότεροι. Τυπικά προφανώς και έχουν δίκιο. Σε ένα φιλοσοφικό επίπεδο σκέψης, ωστόσο, μόνο τέτοια δεν ήταν η πράξη του Λιαντίνη. Εδώ δεν υπάρχει καμία αυτοκτονία. Υπάρχει η ακόρεστη δίψα του ανθρώπου να μην παραδοθεί στο αδηφάγο τέρας του χρόνου. Στη φθορά, που θα έλεγε και ο Καζαντζάκης.
«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο», έγραφε ο Λιαντίνης στη «Γκέμμα», το «κύκνειο τραγούδι» του όπως έλεγε ο ίδιος.
«Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω»
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, δεν αποφάσισε ξαφνικά να βρεθεί αντιμέτωπος με τον χάρο και να τον προκαλέσει. Επί πολλά χρόνια σχεδίαζε αυτή την πράξη του. Μυστικά απ’ όλους αν και οι περισσότεροι κοντινοί του άνθρωποι γνώρισαν και ήταν βέβαιοι πως εκείνη η ημέρα που τόσο ήθελε κάποια στιγμή θα έρθει.
Και είχαν απόλυτο δίκιο. Όταν εξαφανίστηκε, άφησε πίσω του πολλά στοιχεία (πέρα από το γράμμα στην κόρη του, Διοτίμα) ικανά να πείσουν τον οποιονδήποτε πως το ταξίδι του Λιαντίνη προς το θάνατο είχε σχεδιαστεί με κάθε λεπτομέρεια. Όταν την 1η Ιουνίου 1998 ο καθηγητής φιλολογίας έκλεινε για τελευταία φορά πίσω του την πόρτα του σπιτιού στη Ν. Κηφισιά, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που δεν ήθελε να διακοπεί από κανέναν.
Η γυναίκα του ήταν εκείνη που βρήκε στο γραφείο του το γράμμα προς την κόρη τους. Αμέσως κατάλαβε πως δεν θα ξαναέβλεπε τον άνδρα της. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον αποτρέψει. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε. Ο Λιαντίνης είχε φροντίσει να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που ήξερε και αυτός είχε ορκιστεί να μην πει τίποτα.
Ήταν ο ξάδελφός του αλλά και αδερφικός φίλος του, Παναγιώτης Νικολακάκος. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», του είχε πει ένα μήνα περίπου πριν εξαφανιστεί και αφού είχε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ». Ο Νικολακάκος του απάντησε «λέγε, αντέχω». Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε και χάρτη. Του ζήτησε να πάει στο σημείο λίγο αφότου θα έχει φύγει μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί πως δεν θα έχουν κατασπαράξει τα θηρία του βουνού το άψυχο σώμα του.
Στους υπόλοιπους, ο Νικολακάκος, θα αποκάλυπτε το βαρύ αυτό μυστικό επτά χρόνια αργότερα. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Έτσι κι έγινε. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη σύζυγο του Λιαντίνη. «Ήρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης»
Το σημειωματάριο βρέθηκε μετά την εξαφάνισή του. Το είχε αφήσει, μαζί με άλλες αποδείξεις της πράξης του, σε εμφανή σημεία, ώστε να βρεθούν εύκολα. Να μην αναρωτιέται κανείς για το τι πραγματικά συνέβη. Πάνω στο γραφείο του άφησε το φάκελο με το γράμμα για τη Διοτίμα, τη μοναχοκόρη του. Δίπλα ακριβώς υπήρχε και ένα ανοιχτό βιβλίο. Στη σελίδα που το άφησε υπήρχε μια αναπαράσταση της γυναίκας του Kαίσαρα με το όνειρο που είχε δει πριν εκείνος πεθάνει.
Στο διπλανό τραπέζι, όπως είχε πει η σύζυγός του σε παλαιότερη συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία, υπήρχε το ρολόι του, ο χρυσός του αναπτήρας, το στυλό του, όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και οδηγίες για τα χρήματα και τους λογαριασμούς του. Κανένα περιθώριο για παρερμηνείες.
Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του, εκεί που κοιμήθηκε το τελευταίο βράδυ ήταν το «H ζωή εν τάφω» του Mυριβήλη. Tο διάβαζε για τρίτη φορά και όπως συνήθιζε είχε σημειώσει την ημερομηνία σε μια σελίδα μαζί με μια φράση. 31-5-98 «Tην προτεραία της αύριον». Kαι στην τελευταία 31-5-98 «Αύριο είναι η μεγάλη μέρα».
«Η πιο ανθρώπινη πράξη που έπραξε άνθρωπος»
Λίγες ημέρες πριν το τέλος ο Λιαντίνης στέλνει σε διάφορα αγαπημένα του πρόσωπα επιστολές με αινιγματικό ύφος γραφής που ναι μεν προϊδέαζαν τον αναγνώστη τους αλλά χωρίς να δίνουν και περισσότερα στοιχεία. Μία από αυτές είναι προς τον δίδυμο αδερφό του, Φάνη στον Καναδά. «Καλή αντάμωση στην Αγριακόνα. Στην πέτρα δηλαδή που ο Κολοκοτρώνης ακόνιζε το γιαταγάνι του. Όλα είναι φωτεινά και το μέλλον το γνωρίζω όπως οι αρχαίοι μάντηδες», γράφει ο Λιαντίνης.
Όταν πλέον το σχέδιο του Λιαντίνη είχε μπει στην τελευταία του πράξη, ο καθηγητής επέλεξε να μιλήσει σε δυο ανθρώπους. Ο πρώτος είναι, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο Παναγιώτης Νικολακάκος. Η δεύτερη ήταν η μητέρα του. Η Πολυτίμη. Τα όσα συγκλονιστικά ειπώθηκαν μεταξύ τους, τα κατέγραψε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάκος στο βιβλίο του «Λιαντίνης: έζησα έρημος και ισχυρός» (εκδόσεις Ελευθερουδάκης):
«Δυο μέρες πριν φύγει ο Δημήτρης Λιαντίνης επισκέφτηκε τη μάνα του. Μίλησαν για αρκετή ώρα οι δυο τους. Η ίδια μού μετέφερε αποσπάσματα από αυτή τη συνομιλία:
Μάνα, άκου. Σύντομα θα λάβεις μια μαχαιριά, όχι στην πλάτη, αλλά στην καρδιά. Θέλω να φανείς γενναία, σαν αρχαία Σπαρτιάτισσα, που έχανε το γιο της, αλλά έστεκε περήφανη.
Η μάνα κατάλαβε αμέσως και αντέδρασε:
Όχι, παιδί μου, όχι, εγώ πρέπει να φύγω πρώτη…
Της έπιασε το χέρι:
Μανούλα, ηρέμησε. Νιώθω ότι έχω ζήσει πέντε ζωές. Ήρθε η ώρα να φύγω.
Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Και εκεί ο Λιαντίνης της είπε τα στερνά του λόγια»!
Ο τελευταίος άνθρωπος που συνάντησε τον Λιαντίνη ήταν ένας οδηγός ταξί. Ο καθηγητής είχε φύγει με το αυτοκίνητό του, μια άσπρη BMW, από την Κηφισιά και έφτασε μέχρι την Σπάρτη. Εκεί το πάρκαρε, στην οδό Λυκούργου, κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα ταξί. Κρατά έναν στρατιωτικό σάκο. «Πού πάμε;» τον ρωτά ο οδηγός. «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου». Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο Λιαντίνης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως. «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο». «Δεν καπνίζω» του απαντά εκείνος. «Δεν πειράζει, κάνε μου παρέα». Καπνίζουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού. Στο τέλος αποχαιρετιούνται. «Γεια σου, φίλε», του λέει εκείνος. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;» αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη» του απαντά ο καθηγητής και παίρνει τον δρόμο που δεν είχε επιστροφή.
Επτά χρόνια αργότερα το μυστικό του Λιαντίνη αποκαλύφθηκε μαζί με εκείνον τον φυσικό τάφο, σε υψόμετρο 2.350 μέτρων, δίπλα σχεδόν στον Προφήτη Ηλία, που είχε βρει ο ίδιος και τον είχε προετοιμάσει κατάλληλα.
Ο ίδιος ο Λιαντίνης στο βιβλίο του «Έξυπνον Ενύπνιον», γράφει (στη σελίδα 235): «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου. Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός».
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Λιαντίνη στην κόρη του
Όχι, παιδί μου, όχι, εγώ πρέπει να φύγω πρώτη…
Της έπιασε το χέρι:
Μανούλα, ηρέμησε. Νιώθω ότι έχω ζήσει πέντε ζωές. Ήρθε η ώρα να φύγω.
Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Και εκεί ο Λιαντίνης της είπε τα στερνά του λόγια»!
Επτά χρόνια αργότερα το μυστικό του Λιαντίνη αποκαλύφθηκε μαζί με εκείνον τον φυσικό τάφο, σε υψόμετρο 2.350 μέτρων, δίπλα σχεδόν στον Προφήτη Ηλία, που είχε βρει ο ίδιος και τον είχε προετοιμάσει κατάλληλα.
Ο ίδιος ο Λιαντίνης στο βιβλίο του «Έξυπνον Ενύπνιον», γράφει (στη σελίδα 235): «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου. Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός».
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Λιαντίνη στην κόρη του
«Διοτίμα μου,
φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης».
φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης».
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!