Με ένα νέο βιβλίο σπονδυλωτών ιστοριών επανέρχεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ο ηθοποιός και συγγραφέας Παύλος Λιάρος.
Πριν από δύο χρόνια εμφανίστηκε πρώτη φορά στα συγγραφικά και εκδοτικά δρώμενα με το βιβλίο «Σημείο μηδέν» και μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τίτλο «Θέατρον Παράδεισος, θίασος αγγέλων». Σε αυτό το μοναδικό βιβλίο το πάλαι ποτέ «παιδί» του Λάμπρου Κωνσταντάρα στις κινηματογραφικές ταινίες εξιστορεί με μοναδικό τρόπο τη ζωή του μεγάλου Ορέστη Μακρή και του Κώστα Χατζηχρήστου.
«Με οδηγό την αγάπη και τον σεβασμό στα πρόσωπά τους προσπάθησα να τους σκιαγραφήσω έτσι όπως η δική μου ψυχή και η δική μου λογική τούς δημιούργησε. Ελπίζω ότι δεν τους αδίκησα. Αν αντίθετα είπα και κάτι παραπάνω γι’ αυτούς, ας μη θεωρηθεί υπερβολή, η αγάπη που δείχνει ο κόσμος γι’ αυτούς πενήντα χρόνια περίπου από τότε που ξεκίνησαν το ταξίδι χωρίς επιστροφή το δικαιολογεί», λέει ο ταλαντούχος ηθοποιός στην αρχή του βιβλίου του, στο οποίο κατέγραψε μοναδικές στιγμές από τους δύο κορυφαίους ηθοποιούς με τους οποίους καταπιάστηκε…
Ο παππούς μου Ορέστης Μακρής…
Ο Φώτης Λινός είναι ο πολυαγαπημένος εγγονός του Ορέστη Μακρή, γιος της κόρης του Κατερίνας Λινού. Είναι ο βασικός θεματοφύλακας όλης της ιστορίας του τεράστιου Ορέστη Μακρή. Ο ίδιος μέσα στο βιβλίο του Παύλου Λιάρου εξιστορεί μοναδικές στιγμές από τον παππού του. «Πολλοί με ρωτούν: Επινε ο παππούς σου; Τα έτσουζε; Απαντώ: Ηθοποιός ήταν, δεν ήταν αλκοολικός. Επαιζε τον μεθυσμένο, δεν ήταν μεθυσμένος. Αλλοι με ρωτούν: Πώς έβλεπες τον παππού σου; που ήταν διάσημος; Η αυθόρμητη απάντησή μου είναι: Σαν παππού! Για μένα ήταν πρώτα παππούς μου και δευτερευόντως ο Ορέστης Μακρής. Ηταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στην κλασική μουσική από πολύ μικρό, θα ήμουν 8 με 9 ετών. Καθόμασταν ώρες και ακούγαμε κυρίως τον Μπετόβεν, που θεωρούσε τον μεγαλύτερο μουσουργό, και μου εξηγούσε τον ρόλο κάθε οργάνου και τι ήθελε να πει, να εκφράσει ο συνθέτης.
Αυτό δεν το έκανε με τρόπο ξερό, ακαδημαϊκό, αλλά με ζωντάνια και συναίσθημα, γιατί είχε το χάρισμα της διήγησης. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε με τους γονείς μου στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς για να τους δούμε και να φάμε μαζί τους. Τις περισσότερες φορές ήταν καλεσμένος και ένας φίλος του, παλιός ηθοποιός, ο Γιάννης Ιωαννίδης. Το τι λέγανε για το θέατρο και τη ζωή τους γενικότερα ήταν ένα ποτάμι λέξεων, κινήσεων και μορφασμών που μας κράταγε ευχάριστα καθηλωμένους για ώρες. Μου διάβαζε αποσπάσματα από τους “Αθλιους” του Βίκτωρος Ουγκό, μου μίλαγε για τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία του, και εγώ του ανταπέδιδα με μαθήματα γεωγραφίας που ήταν η ειδικότητά μου, σαν μαθητής. Σαν οικογενειάρχης ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος και τρυφερός. Είχε αρχές, δεν ήταν ανήθικος. Δεν έπαιζε χαρτιά ούτε ιππόδρομο ούτε κυνηγούσε τον ποδόγυρο. Νομίζω ότι με τη στάση ζωής και τη συμπεριφορά του κέρδιζε τον σεβασμό και της οικογένειάς του και του ευρύτερου συγγενικού και φιλικού του περιβάλλοντος.
Τολμώ να πω ότι κέρδιζε τον σεβασμό και του επαγγελματικού του καλλιτεχνικού κόσμου. Πριν κάνει κάποια κίνηση, πριν πάρει κάποια απόφαση καθόταν και το σκεφτόταν λεπτομερειακά το όποιο ζήτημα, είτε αφορούσε την οικογένειά του είτε τα επαγγελματικά του είτε οικονομικά ζητήματα. Ηταν εγωιστής και αξιοπρεπής και γι’ αυτό δεν έπαιρνε αποφάσεις εν θερμώ. Γιατί ήθελε όταν έλεγε ναι να είναι ναι και όταν έλεγε όχι να είναι όχι. Σε ένα θέμα δεν σήκωνε κουβέντα: όχι τα παιδιά μου στο θέατρο. Κι ας είχε η μητέρα μου, εκτός από ομορφιά, κληρονομήσει και τη φωνή του. Ηταν φιλόπατρις, λάτρευε την Ελλάδα, αφού να φανταστείτε όποτε άκουγε τον εθνικό ύμνο, δάκρυζε.
Δύο πολιτικούς θαύμαζε και εκτιμούσε: τον Ελευθέριο Βενιζέλο, είχε μάλιστα μια προτομή του στο γραφείο του, και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου είχε καδράρει μια φωτογραφία με αφιέρωση και είχε και αυτήν στο γραφείο του. Άλλους πολιτικούς δεν εκτιμούσε, ούτε του πέρναγε από το μυαλό να ανακατευτεί με την πολιτική. Δεν θα ξεχάσω και τους συναδέλφους του ηθοποιούς του θεάτρου πόσο ζεστά μας αγκάλιασαν, ιδιαίτερα οι γυναίκες ηθοποιοί, όταν ήμουν μικρός και δεν υπήρχε περίπτωση παρεξήγησης με έπνιγαν κυριολεκτικά με φιλιά... Οταν αποφάσισε να αποσυρθεί από το θέατρο και του έλεγαν οι συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς ότι έχει να δώσει ακόμα στο θέατρο, θυμάμαι ότι τους απαντούσε: Δεν θέλω να με διώξει το σανίδι, εγώ θα το αφήσω το σανίδι. Και έτσι έκανε. Οταν δήλωσε ότι εγκαταλείπει το θέατρο, δεν δέχτηκε να ξαναπαίξει, ούτε κι όταν του το ζήταγε με φορτικότητα το καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Την Κυριακή 26/1/75 είχε μια ηλιόλουστη μέρα. Εκατσε κάτω από το αιωνόβιο πεύκο να πιει τον καφέ του. Τη Δευτέρα ήταν κρυωμένος με πυρετό. Την Τρίτη του τηλεφώνησα να δω πώς είναι. Αχ, παιδάκι μου, μου είπε, είμαι πολύ άρρωστος, θα πεθάνω. Ελα τώρα που θα πεθάνεις, κρύωμα είναι, θα περάσει, του απάντησα και σκέφτηκα συναισθηματικές υπερβολές του παππού είναι. Την άλλη μέρα, Τετάρτη 29 Ιανουαρίου το απόγευμα, πέθανε»
Χατζηχρήστος: το χαρισματικό παιδί του Θεού!
Σε αυτό το κεφάλαιο ο ηθοποιός και συγγραφέας Παύλος Λιάρος προσπαθεί να σκιαγραφήσει με πολλές λεπτομέρειες μέσω δημοσιευμάτων της εποχής εκείνης έναν από τους πιο λαοφιλείς και χαρισματικούς ανθρώπους της επιθεώρησης, τον μεγάλο Κώστα Χατζηχρήστο.
«Είναι χειμώνας του 1962. Εγώ φοιτητής στη δραματική σχολή Κωστή Μιχαηλίδη – Μαίρης Αρώνη, στο πρώτο έτος. Ως φοιτητές δραματικής σχολής μας είχαν δώσει προσωρινή ατέλεια ηθοποιού, όπως και στους άλλους συμμαθητές μου, και έχουμε ξαμοληθεί στην Αθήνα να παρακολουθήσουμε παραστάσεις στα θέατρα, κάτι που για όλους μας ήταν πρωτόγνωρο και συγχρόνως γοητευτικό αλλά και εποικοδομητικό, κι αυτό γιατί δεν το βλέπαμε σαν διασκέδαση, αλλά σαν φροντιστήριο θεατρικής τέχνης, αφού όλοι πιστεύαμε ότι σύντομα θα βρισκόμαστε και εμείς στη σκηνή σαν επαγγελματίες ηθοποιοί. Εκείνο το βράδυ αποφασίσαμε να ξαναπάμε στο θέατρο Χατζηχρήστου όπου παιζόταν το έργο των Γιώργου και Χρήστου Γιαννακόπουλου “Της κακομοίρας”. Οι ρόλοι παιζόντουσαν από τους ίδιους ηθοποιούς που γνωρίζουμε από την ομώνυμη ταινία, πλην του κινηματογραφικού μπακάλη. Τον ρόλο αυτό αντί του Κώστα Δούκα έπαιζε ο Βασίλης Αυλωνίτης κι αυτό έκανε τη διαφορά. Ο Χατζηχρήστος έκοβε και ο Αυλωνίτης έραβε δημιουργώντας ατάκες που δεν υπήρχαν στο έργο, με αποτέλεσμα το κοινό να χτυπιέται από τα γέλια χωρίς να γνωρίζει ότι το φοβερό εκείνο ντουέτο μιλούσε εκτός κειμένου. Σε κάποια μάλιστα στιγμή ο Χατζηχρήστος βλέποντας η ώρα να έχει περάσει λέει στον Αυλωνίτη: “Βασίλη, έλα να πούμε τίποτα από το κείμενο γιατί έχουμε και βραδινή”. Βρίσκομαι λοιπόν στην πρώτη σειρά του θεάτρου, γιατί από τύχη είχαν κρατήσει τις πρώτες θέσεις αλλά δεν τις έδωσαν κι έτσι εγώ και κάποιοι συμμαθητές μου βρισκόμαστε στην πρώτη σειρά, κάποιοι που μπορώ να θυμηθώ, ο Χρήστος Στίπας, η Αναστασία Κωσταλούπη, ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, η Ντίνα Καρζή, η Ανδριανή Οικονομίδη…
Δύο πολιτικούς θαύμαζε και εκτιμούσε: τον Ελευθέριο Βενιζέλο, είχε μάλιστα μια προτομή του στο γραφείο του, και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου είχε καδράρει μια φωτογραφία με αφιέρωση και είχε και αυτήν στο γραφείο του. Άλλους πολιτικούς δεν εκτιμούσε, ούτε του πέρναγε από το μυαλό να ανακατευτεί με την πολιτική. Δεν θα ξεχάσω και τους συναδέλφους του ηθοποιούς του θεάτρου πόσο ζεστά μας αγκάλιασαν, ιδιαίτερα οι γυναίκες ηθοποιοί, όταν ήμουν μικρός και δεν υπήρχε περίπτωση παρεξήγησης με έπνιγαν κυριολεκτικά με φιλιά... Οταν αποφάσισε να αποσυρθεί από το θέατρο και του έλεγαν οι συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς ότι έχει να δώσει ακόμα στο θέατρο, θυμάμαι ότι τους απαντούσε: Δεν θέλω να με διώξει το σανίδι, εγώ θα το αφήσω το σανίδι. Και έτσι έκανε. Οταν δήλωσε ότι εγκαταλείπει το θέατρο, δεν δέχτηκε να ξαναπαίξει, ούτε κι όταν του το ζήταγε με φορτικότητα το καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Την Κυριακή 26/1/75 είχε μια ηλιόλουστη μέρα. Εκατσε κάτω από το αιωνόβιο πεύκο να πιει τον καφέ του. Τη Δευτέρα ήταν κρυωμένος με πυρετό. Την Τρίτη του τηλεφώνησα να δω πώς είναι. Αχ, παιδάκι μου, μου είπε, είμαι πολύ άρρωστος, θα πεθάνω. Ελα τώρα που θα πεθάνεις, κρύωμα είναι, θα περάσει, του απάντησα και σκέφτηκα συναισθηματικές υπερβολές του παππού είναι. Την άλλη μέρα, Τετάρτη 29 Ιανουαρίου το απόγευμα, πέθανε»
Χατζηχρήστος: το χαρισματικό παιδί του Θεού!
Σε αυτό το κεφάλαιο ο ηθοποιός και συγγραφέας Παύλος Λιάρος προσπαθεί να σκιαγραφήσει με πολλές λεπτομέρειες μέσω δημοσιευμάτων της εποχής εκείνης έναν από τους πιο λαοφιλείς και χαρισματικούς ανθρώπους της επιθεώρησης, τον μεγάλο Κώστα Χατζηχρήστο.
«Είναι χειμώνας του 1962. Εγώ φοιτητής στη δραματική σχολή Κωστή Μιχαηλίδη – Μαίρης Αρώνη, στο πρώτο έτος. Ως φοιτητές δραματικής σχολής μας είχαν δώσει προσωρινή ατέλεια ηθοποιού, όπως και στους άλλους συμμαθητές μου, και έχουμε ξαμοληθεί στην Αθήνα να παρακολουθήσουμε παραστάσεις στα θέατρα, κάτι που για όλους μας ήταν πρωτόγνωρο και συγχρόνως γοητευτικό αλλά και εποικοδομητικό, κι αυτό γιατί δεν το βλέπαμε σαν διασκέδαση, αλλά σαν φροντιστήριο θεατρικής τέχνης, αφού όλοι πιστεύαμε ότι σύντομα θα βρισκόμαστε και εμείς στη σκηνή σαν επαγγελματίες ηθοποιοί. Εκείνο το βράδυ αποφασίσαμε να ξαναπάμε στο θέατρο Χατζηχρήστου όπου παιζόταν το έργο των Γιώργου και Χρήστου Γιαννακόπουλου “Της κακομοίρας”. Οι ρόλοι παιζόντουσαν από τους ίδιους ηθοποιούς που γνωρίζουμε από την ομώνυμη ταινία, πλην του κινηματογραφικού μπακάλη. Τον ρόλο αυτό αντί του Κώστα Δούκα έπαιζε ο Βασίλης Αυλωνίτης κι αυτό έκανε τη διαφορά. Ο Χατζηχρήστος έκοβε και ο Αυλωνίτης έραβε δημιουργώντας ατάκες που δεν υπήρχαν στο έργο, με αποτέλεσμα το κοινό να χτυπιέται από τα γέλια χωρίς να γνωρίζει ότι το φοβερό εκείνο ντουέτο μιλούσε εκτός κειμένου. Σε κάποια μάλιστα στιγμή ο Χατζηχρήστος βλέποντας η ώρα να έχει περάσει λέει στον Αυλωνίτη: “Βασίλη, έλα να πούμε τίποτα από το κείμενο γιατί έχουμε και βραδινή”. Βρίσκομαι λοιπόν στην πρώτη σειρά του θεάτρου, γιατί από τύχη είχαν κρατήσει τις πρώτες θέσεις αλλά δεν τις έδωσαν κι έτσι εγώ και κάποιοι συμμαθητές μου βρισκόμαστε στην πρώτη σειρά, κάποιοι που μπορώ να θυμηθώ, ο Χρήστος Στίπας, η Αναστασία Κωσταλούπη, ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, η Ντίνα Καρζή, η Ανδριανή Οικονομίδη…
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πόσο πολύ γελάσαμε σε αυτή την παράσταση, αν και ήταν η τέταρτη φορά που τη βλέπαμε χωρίς να έχουμε κουραστεί από τις επαναλήψεις. Κι αυτό γιατί κάθε φορά ήταν σαν να βλέπαμε διαφορετικό έργο. Σε ένα σημείο ο Χατζηχρήστος όντας στο προσκήνιο πουλάει δήθεν ζοριλίκι στον Νίκο Ρίζο. Τον στριμώχνει κι αυτός υποχωρεί. Εγώ κοντεύω να πεθάνω από τα γέλια. Ο Χατζηχρήστος με βλέπει κι όσο εγώ χτυπιέμαι από τα γέλια, τόσο αυτός τον στριμώχνει κι αφού τον έχει κολλήσει στον τοίχο βγάζει από την τσέπη του ένα βατραχάκι, μικρό μεταλλικό που το πίεζες κι έβγαζε κάτι σαν τον ήχο του βατράχου κι αρχίζει να το περνάει στον Ρίζο από τα πόδια μέχρι το πρόσωπο. Κι ενώ ο κόσμος χειροκροτεί, ο Χατζηχρήστος γελάει και δείχνει εμένα στον κόσμο που έχω γονατίσει και κρατάω το στομάχι μου και την κοιλιά μου από τα γέλια. Εκεί παραλίγο να πάθω αυτό που λέει ο κόσμος “να σκάσω από τα γέλια”».
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!