Το ημερολόγιο έγραφε 14 Φεβρουαρίου 1974.
Την ημέρα των ερωτευμένων διαπράχθηκε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην Καλλιθέα ένα έγκλημα πρωτοφανούς αγριότητας. Πρωταγωνίστρια μια 52χρονη αγρότισσα, η οποία με ένα πριονομάχαιρο 21 εκατοστών, έκοψε τον λαιμό του αρραβωνιαστικού της κόρης της.
Όπως θυμάται «η Μηχανή του Χρόνου» ο λόγος που η 52χρονη έβαψε με αίμα τα χέρια της ήταν επειδή ο υποψήφιος γαμπρός της αποφάσισε να «διαλύσει» τον αρραβώνα του με την 22χρονη κόρη της. Για την μητέρα της, ο λόγος του έπρεπε να είναι συμβόλαιο. «Μας έκανε ρεζίλι σ’ όλο το χωριό. Έπρεπε να ξεπλύνω το λεκέ», είπε μετά τη σύλληψή της.
Όπως θυμάται «η Μηχανή του Χρόνου» ο λόγος που η 52χρονη έβαψε με αίμα τα χέρια της ήταν επειδή ο υποψήφιος γαμπρός της αποφάσισε να «διαλύσει» τον αρραβώνα του με την 22χρονη κόρη της. Για την μητέρα της, ο λόγος του έπρεπε να είναι συμβόλαιο. «Μας έκανε ρεζίλι σ’ όλο το χωριό. Έπρεπε να ξεπλύνω το λεκέ», είπε μετά τη σύλληψή της.
Το έγκλημα έγινε μπροστά στα έντρομα μάτια της κόρης της που κατά δήλωσή της, δεν είχε καμία υποψία ούτε ανάμειξη. Παρούσα ήταν και μια ξαδέρφη του θύματος. «Μάνα, τί έκανες;», φώναζε η 22χρονη. Η υπόθεση σόκαρε την κοινή γνώμη και απασχόλησε έντονα τον Τύπο.
Το προξενιό και ο αρραβώνας που δεν κράτησε ούτε μια εβδομάδα
Ο 29χρονος, οδηγός της Πολεμικής Αεροπορίας και η 22χρονη κατάγονταν από διαφορετικά χωριά της Λοκρίδας. Γνωρίστηκαν, τον Ιανουάριο του 1974, μέσω ενός κοινού φίλου. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν στο χωριό της 22χρονης, οκτώ ημέρες μετά τη γνωριμία τους. Οι γονείς της κοπέλας θα έδιναν στο μέλλοντα γαμπρό τους ως προίκα 300.000 δραχμές συν τα δώρα του αρραβώνα. Αφού η 22χρονη γνώρισε τους γονείς του 29χρονου αρραβωνιαστικού της, του ζήτησε να πάνε στην Αθήνα, την οποία δεν είχε επισκεφθεί ποτέ μέχρι τότε.
Πήγαν και συγκατοίκησαν στην Καλλιθέα, σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας όπου έμενε ο 29χρονος με την αδερφή του. Στις δύο ημέρες που έμειναν μαζί, ο άνδρας διαπίστωσε ότι, τελικά, δεν ταίριαζε με την μνηστή του. Ενημέρωσε τον προξενητή για την απόφασή του να «διαλύσει» τον αρραβώνα.
Στην 22χρονη είπε ότι θα πήγαινε στην Κρήτη για δουλειά και της συνέστησε να γυρίσει στο χωριό της. Εκείνη δεν ήθελε. Ήταν ερωτευμένη μαζί του, της άρεσε η Αθήνα και του πρότεινε να μείνει με την αδερφή του έως ότου επιστρέψει. Ο 29χρονος, όμως, ήταν ανένδοτος. Η 22χρονη το πήρε απόφαση και αναχώρησε για το χωριό της, συνοδευόμενη μέχρι το σταθμό από τον αδερφό του αρραβωνιαστικού της.
Τα κουτσομπολιά και η προειδοποίηση
Εκείνη την εποχή στα χωριά, αν μια κοπέλα γυρνούσε χωρίς τον γαμπρό, το στίγμα ήταν βαρύ. Τα κουτσομπολιά ήταν μια ανοικτή πληγή που ίσως δεν έκλεινε ποτέ. Η 22χρονη και η οικογένειά της αισθάνονταν ντροπιασμένοι. «Δεν πειράζει, μάνα. Ήταν της μοίρας μου να μην παντρευτώ αυτόν τον άνθρωπο», είπε στη μητέρα της για να την ηρεμήσει.
Ωστόσο, η 52χρονη δεν μπορούσε να ησυχάσει. Αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, με σκοπό να μεταπείσει τον 29χρονο. Ο 60χρονος σύζυγός της της είπε πως «είναι δουλειά ξεκομμένη», αλλά εκείνη δεν τον άκουσε. Μαζί με την κόρη της και την ξαδέρφη του 29χρονου, πήγαν να τον βρουν. Στη θυρωρό της πολυκατοικίας συστήθηκαν όλες ως ξαδέρφες του και ανέβηκαν στο διαμέρισμά του, για να τον περιμένουν. Είχε αφήσει τα κλειδιά στην πόρτα, για να πάει η θυρωρός και να καθαρίσει το χώρο.
Όταν ο 29χρονος επέστρεψε, ήρθε αντιμέτωπος με την επιμονή της υποψήφιας πεθεράς του. «Μήπως θέλεις μεγαλύτερη προίκα;», τον ρώτησε η 52χρονη. «Όχι, δεν θέλω δραχμή! Σας είπα ότι όλα τελείωσαν. Έστειλα τα δώρα σας πίσω στο χωριό. Να με αφήσετε ήσυχο και να φύγετε», ήταν η απάντηση του 29χρονου. «Πρόσεξε, δεν γλιτώνεις εύκολα», του ανταπάντησε προειδοποιητικά η 52χρονη.
Το προξενιό και ο αρραβώνας που δεν κράτησε ούτε μια εβδομάδα
Ο 29χρονος, οδηγός της Πολεμικής Αεροπορίας και η 22χρονη κατάγονταν από διαφορετικά χωριά της Λοκρίδας. Γνωρίστηκαν, τον Ιανουάριο του 1974, μέσω ενός κοινού φίλου. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν στο χωριό της 22χρονης, οκτώ ημέρες μετά τη γνωριμία τους. Οι γονείς της κοπέλας θα έδιναν στο μέλλοντα γαμπρό τους ως προίκα 300.000 δραχμές συν τα δώρα του αρραβώνα. Αφού η 22χρονη γνώρισε τους γονείς του 29χρονου αρραβωνιαστικού της, του ζήτησε να πάνε στην Αθήνα, την οποία δεν είχε επισκεφθεί ποτέ μέχρι τότε.
Πήγαν και συγκατοίκησαν στην Καλλιθέα, σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας όπου έμενε ο 29χρονος με την αδερφή του. Στις δύο ημέρες που έμειναν μαζί, ο άνδρας διαπίστωσε ότι, τελικά, δεν ταίριαζε με την μνηστή του. Ενημέρωσε τον προξενητή για την απόφασή του να «διαλύσει» τον αρραβώνα.
Στην 22χρονη είπε ότι θα πήγαινε στην Κρήτη για δουλειά και της συνέστησε να γυρίσει στο χωριό της. Εκείνη δεν ήθελε. Ήταν ερωτευμένη μαζί του, της άρεσε η Αθήνα και του πρότεινε να μείνει με την αδερφή του έως ότου επιστρέψει. Ο 29χρονος, όμως, ήταν ανένδοτος. Η 22χρονη το πήρε απόφαση και αναχώρησε για το χωριό της, συνοδευόμενη μέχρι το σταθμό από τον αδερφό του αρραβωνιαστικού της.
Τα κουτσομπολιά και η προειδοποίηση
Εκείνη την εποχή στα χωριά, αν μια κοπέλα γυρνούσε χωρίς τον γαμπρό, το στίγμα ήταν βαρύ. Τα κουτσομπολιά ήταν μια ανοικτή πληγή που ίσως δεν έκλεινε ποτέ. Η 22χρονη και η οικογένειά της αισθάνονταν ντροπιασμένοι. «Δεν πειράζει, μάνα. Ήταν της μοίρας μου να μην παντρευτώ αυτόν τον άνθρωπο», είπε στη μητέρα της για να την ηρεμήσει.
Ωστόσο, η 52χρονη δεν μπορούσε να ησυχάσει. Αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, με σκοπό να μεταπείσει τον 29χρονο. Ο 60χρονος σύζυγός της της είπε πως «είναι δουλειά ξεκομμένη», αλλά εκείνη δεν τον άκουσε. Μαζί με την κόρη της και την ξαδέρφη του 29χρονου, πήγαν να τον βρουν. Στη θυρωρό της πολυκατοικίας συστήθηκαν όλες ως ξαδέρφες του και ανέβηκαν στο διαμέρισμά του, για να τον περιμένουν. Είχε αφήσει τα κλειδιά στην πόρτα, για να πάει η θυρωρός και να καθαρίσει το χώρο.
Όταν ο 29χρονος επέστρεψε, ήρθε αντιμέτωπος με την επιμονή της υποψήφιας πεθεράς του. «Μήπως θέλεις μεγαλύτερη προίκα;», τον ρώτησε η 52χρονη. «Όχι, δεν θέλω δραχμή! Σας είπα ότι όλα τελείωσαν. Έστειλα τα δώρα σας πίσω στο χωριό. Να με αφήσετε ήσυχο και να φύγετε», ήταν η απάντηση του 29χρονου. «Πρόσεξε, δεν γλιτώνεις εύκολα», του ανταπάντησε προειδοποιητικά η 52χρονη.
Του έκοψε την καρωτίδα και παραδόθηκε στην Αστυνομία
Αφού δεν μπόρεσε να αλλάξει γνώμη στον υποψήφιο γαμπρό της, η 52χρονη αγρότισσα έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσής του. Έβγαλε ξαφνικά ένα πριονομάχαιρο μήκους 21 εκατοστών από μια πλαστική τσάντα και του το κάρφωσε στο λαιμό. Ο 29χρονος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η 22χρονη κόρη και η ξαδέρφη του θύματος επίσης αιφνιδιάστηκαν. Ο 29χρονος βγήκε από το διαμέρισμα τρικλίζοντας και βουτηγμένος στο αίμα.
Προσπάθησε να κατέβει τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας και, όταν έφτασε στο τελευταίο, ξεψύχησε. Ο ιατροδικαστής που διενήργησε τη νεκροψία διαπίστωσε ότι το θανάσιμο τραύμα είχε 7 εκατοστά πλάτος. Το μαχαίρι έκοψε την καρωτίδα του 29χρονου. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη από τις αρτηρίες και πιτσίλισε το πρόσωπο της δολοφόνου, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ. Η 52χρονη πέταξε το μαχαίρι από το παράθυρο του διαμερίσματος στον ακάλυπτο χώρο και έφυγε με την έντρομη κόρη της. Πήγε σε ένα επιπλοποιείο και είπε στον ιδιοκτήτη: «Γιε μου, πήγαινέ με στην Αστυνομία. Έκανα φόνο, σκότωσα έναν άνθρωπο».
«Τα έθιμα και τα κουτσομπολιά του χωριού με ανάγκασαν να τον σκοτώσω»
Μάνα και κόρη συνελήφθησαν αμέσως και οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα Καλλιθέας. Στους δημοσιογράφους παρουσιάστηκε αμετανόητη: «Στο χωριό δεν τα σηκώνουμε αυτά. Δεν παίρνουμε πίσω το λόγο μας. Δεν γελάμε τα κορίτσια του κόσμου. Δεν σας κρύβω πως ήρθα στην Αθήνα για να τον κάνω να αλλάξει γνώμη και, αν δεν άλλαζε, να τον σφάξω με το μαχαίρι. Αν μου έλεγε ότι θα παντρευόταν το κορίτσι μου, δεν θα πάθαινε τίποτε. Θα ήμασταν μια χαρά και θα του δίναμε κι άλλη προίκα».
Ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε: «Τώρα που τον σκότωσες, αποκαταστάθηκε η τιμή της οικογένειάς σου;». Η 52χρονη απάντησε «όχι» και, όταν της ξανατέθηκε το ερώτημα γιατί έκανε το έγκλημα, είπε: «Το έθιμο και τα κουτσομπολιά του χωριού με ανάγκασαν να τον σκοτώσω».
«Όταν τον είδα σκοτωμένο, έσκυψα και τον φίλησα»
Οι γονείς του 29χρονου θύματος ήταν συντετριμμένοι. Το ίδιο και η 22χρονη υποψήφια νύφη τους. Στο ερώτημα αν γνώριζε τις εγκληματικές προθέσεις της μητέρας της, ήταν κατηγορηματική: «Αν σας λέω ψέματα, να πέσω από το παράθυρο και να σκοτωθώ! Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Όταν τον είδα σκοτωμένο, έσκυψα και τον φίλησα. Έτρεμα!». Προσέθεσε ότι ο 29χρονος αρραβωνιαστικός της δεν την πείραξε, παρότι κοιμήθηκε ένα βράδυ μαζί του. Υποστήριξε, ακόμη, ότι άλλαξε απότομα γνώμη για την ίδια και την είχε αποκαλέσει αμόρφωτη.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του 60χρονου συζύγου. Καταδίκασε το έγκλημά της και ισχυρίστηκε πως δεν φανταζόταν ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο. Η ξαδέρφη του θύματος, που υπήρξε μάρτυρας του φονικού, είπε: «Έβγαλε το μαχαίρι πριν καλά καλά καταλάβουμε τι πήγαινε να κάνει. Μας ξεγέλασε, ήρθε στο σπίτι μου και με παρακάλεσε να πάω μαζί τους για να τους δείξω το σπίτι του. Αν μου περνούσε από το μυαλό και η παραμικρή υπόνοια, δεν θα πήγαινα στο σπίτι».
Αφού δεν μπόρεσε να αλλάξει γνώμη στον υποψήφιο γαμπρό της, η 52χρονη αγρότισσα έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσής του. Έβγαλε ξαφνικά ένα πριονομάχαιρο μήκους 21 εκατοστών από μια πλαστική τσάντα και του το κάρφωσε στο λαιμό. Ο 29χρονος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η 22χρονη κόρη και η ξαδέρφη του θύματος επίσης αιφνιδιάστηκαν. Ο 29χρονος βγήκε από το διαμέρισμα τρικλίζοντας και βουτηγμένος στο αίμα.
Προσπάθησε να κατέβει τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας και, όταν έφτασε στο τελευταίο, ξεψύχησε. Ο ιατροδικαστής που διενήργησε τη νεκροψία διαπίστωσε ότι το θανάσιμο τραύμα είχε 7 εκατοστά πλάτος. Το μαχαίρι έκοψε την καρωτίδα του 29χρονου. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη από τις αρτηρίες και πιτσίλισε το πρόσωπο της δολοφόνου, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ. Η 52χρονη πέταξε το μαχαίρι από το παράθυρο του διαμερίσματος στον ακάλυπτο χώρο και έφυγε με την έντρομη κόρη της. Πήγε σε ένα επιπλοποιείο και είπε στον ιδιοκτήτη: «Γιε μου, πήγαινέ με στην Αστυνομία. Έκανα φόνο, σκότωσα έναν άνθρωπο».
«Τα έθιμα και τα κουτσομπολιά του χωριού με ανάγκασαν να τον σκοτώσω»
Μάνα και κόρη συνελήφθησαν αμέσως και οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα Καλλιθέας. Στους δημοσιογράφους παρουσιάστηκε αμετανόητη: «Στο χωριό δεν τα σηκώνουμε αυτά. Δεν παίρνουμε πίσω το λόγο μας. Δεν γελάμε τα κορίτσια του κόσμου. Δεν σας κρύβω πως ήρθα στην Αθήνα για να τον κάνω να αλλάξει γνώμη και, αν δεν άλλαζε, να τον σφάξω με το μαχαίρι. Αν μου έλεγε ότι θα παντρευόταν το κορίτσι μου, δεν θα πάθαινε τίποτε. Θα ήμασταν μια χαρά και θα του δίναμε κι άλλη προίκα».
Ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε: «Τώρα που τον σκότωσες, αποκαταστάθηκε η τιμή της οικογένειάς σου;». Η 52χρονη απάντησε «όχι» και, όταν της ξανατέθηκε το ερώτημα γιατί έκανε το έγκλημα, είπε: «Το έθιμο και τα κουτσομπολιά του χωριού με ανάγκασαν να τον σκοτώσω».
«Όταν τον είδα σκοτωμένο, έσκυψα και τον φίλησα»
Οι γονείς του 29χρονου θύματος ήταν συντετριμμένοι. Το ίδιο και η 22χρονη υποψήφια νύφη τους. Στο ερώτημα αν γνώριζε τις εγκληματικές προθέσεις της μητέρας της, ήταν κατηγορηματική: «Αν σας λέω ψέματα, να πέσω από το παράθυρο και να σκοτωθώ! Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Όταν τον είδα σκοτωμένο, έσκυψα και τον φίλησα. Έτρεμα!». Προσέθεσε ότι ο 29χρονος αρραβωνιαστικός της δεν την πείραξε, παρότι κοιμήθηκε ένα βράδυ μαζί του. Υποστήριξε, ακόμη, ότι άλλαξε απότομα γνώμη για την ίδια και την είχε αποκαλέσει αμόρφωτη.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του 60χρονου συζύγου. Καταδίκασε το έγκλημά της και ισχυρίστηκε πως δεν φανταζόταν ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο. Η ξαδέρφη του θύματος, που υπήρξε μάρτυρας του φονικού, είπε: «Έβγαλε το μαχαίρι πριν καλά καλά καταλάβουμε τι πήγαινε να κάνει. Μας ξεγέλασε, ήρθε στο σπίτι μου και με παρακάλεσε να πάω μαζί τους για να τους δείξω το σπίτι του. Αν μου περνούσε από το μυαλό και η παραμικρή υπόνοια, δεν θα πήγαινα στο σπίτι».
Η δίκη και οι λιποθυμίες
Μάνα, πατέρας και κόρη παραπέμφθηκαν σε δίκη. Η πρώτη ως φυσική αυτουργός της δολοφονίας, ο δεύτερος ως ηθικός και η τρίτη ως απλή συνεργός. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο της Αθήνας τον Ιανουάριο του 1975. Η 53χρονη εμφανίστηκε με εντελώς διαφορετική στάση ενώπιον των δικαστών.
Ξεσπούσε σε λυγμούς και δήλωνε μετανιωμένη, ισχυριζόμενη τα εξής: «Η κακιά η ώρα φταίει για ό,τι έγινε. Δεν ήθελα να κάνω κακό. Εγώ χαρές ήθελα και περίμενα, όχι φυλακή. Κι ούτε θέλησα ποτέ να πάρω στο λαιμό μου το παλικάρι. Το μαξιλάρι μου, ένα χρόνο τώρα, δεν έχει στεγνώσει».
Η κόρη είπε ότι δεν έφταιγε σε τίποτα: «Δεν ήξερα για το μαχαίρι. Δεν ήθελα το χαμό του. Τον έκλαψα και τον κλαίω». Κατά τη διάρκεια της απολογίας της, λιποθύμησε δύο φορές. «Μανούλα μου, τι έκανες; Τι κακό μας βρήκε; Θα πεθάνω…».
Ο σύζυγος υποστήριξε: «Εμένα κακώς με κατηγορούν. Αν ήθελα το κακό θα τό’ κανα μόνος μου, δεν θά’ βαζα τη γυναίκα μου. Στην Αθήνα, ήλθαν για να τα φτιάξουν. Όχι για να τον σκοτώσουν».
Σε κάποια φάση, η δολοφόνος έδειξε τον άνδρα της και είπε απευθυνόμενη στους δικαστές: «Αυτός εδώ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έκανα εγώ. Γιατί τον έχετε μπερδέψει; Το ίδιο και η κόρη μου. Γιατί τους δικάζετε; Δεν έκαναν τίποτα, εγώ τον σκότωσα».
Από τη μεριά τους, οι γονείς του θύματος υποστήριξαν ότι τους «είχαν προειδοποιήσει ότι θα σκότωναν το παιδί τους».
Η ετυμηγορία και οι σκηνές υστερίας
Τα λόγια του εισαγγελέα ήταν καταπέλτης. Την χαρακτήρισε «λύκαινα» και «ανθρωπόμορφο τέρας« που «προμελέτησε και εκτέλεσε εν ψυχρώ το φόνο». Για τους συγκατηγορούμενούς της, δέχθηκε την απλή συνέργεια. Τελικά, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, ο σύζυγός της σε 10 χρόνια κάθειρξη, ενώ η κόρη τους αθωώθηκε.
Αμέσως μετά το άκουσμα της απόφασης, ακολούθησαν σκηνές υστερίας. “Ο άντρας μου είναι αθώος. Άδικα τον δικάσατε», ξεφώνισε. Ενώ οι χωροφύλακες προσπαθούσαν να την συγκρατήσουν, εκείνη κραύγαζε: «Θα πεθάνω. Χαλάστε μια σφαίρα να με σκοτώσετε». Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η κόρη τραβούσε τα μαλλιά της και κυλιόταν στο πάτωμα, ενώ οι συγγενείς της δολοφόνου μοιρολογούσαν. Μόνο ο πατέρας της παρέμεινε ψύχραιμος.
Η ετυμηγορία και οι σκηνές υστερίας
Τα λόγια του εισαγγελέα ήταν καταπέλτης. Την χαρακτήρισε «λύκαινα» και «ανθρωπόμορφο τέρας« που «προμελέτησε και εκτέλεσε εν ψυχρώ το φόνο». Για τους συγκατηγορούμενούς της, δέχθηκε την απλή συνέργεια. Τελικά, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, ο σύζυγός της σε 10 χρόνια κάθειρξη, ενώ η κόρη τους αθωώθηκε.
Αμέσως μετά το άκουσμα της απόφασης, ακολούθησαν σκηνές υστερίας. “Ο άντρας μου είναι αθώος. Άδικα τον δικάσατε», ξεφώνισε. Ενώ οι χωροφύλακες προσπαθούσαν να την συγκρατήσουν, εκείνη κραύγαζε: «Θα πεθάνω. Χαλάστε μια σφαίρα να με σκοτώσετε». Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η κόρη τραβούσε τα μαλλιά της και κυλιόταν στο πάτωμα, ενώ οι συγγενείς της δολοφόνου μοιρολογούσαν. Μόνο ο πατέρας της παρέμεινε ψύχραιμος.
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!