Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τις πιο ματωμένες απόκριες της αθηναϊκής νύχτας. Είμαστε τα ξημερώματα Σαββάτου προς Κυριακή της αποκριάς του 1973, τα νυχτερινά μαγαζιά είναι γεμάτα από κόσμο που μεταμφιεσμένος ή μη διασκεδάζει και χορεύει ανέμελα. Ένα από τα μαγαζιά είναι η “Νεράιδα της Αθήνας” στην οδό αγίου Μελετίου 45 στη Κυψέλη, που έχει ως πρώτο όνομα τον τραγουδιστή Κώστα Καρουσάκη.
Εκεί, στις 1:30 με 2 το πρωί, μπαίνουν τα αδέλφια Νίκος και Δημοσθένης Κοεμτζής μαζί με άλλο έναν άνδρα, συνοδευόμενοι από τρεις γυναίκες. Η παρουσία των αδελφών Κοεμτζή με ιστορικό παρεμβατικότητας προκαλεί αναστάτωση στο μαγαζί αλλά ουδείς μπορεί να φανταστεί όσα θα επακολουθήσουν. Η παρέα πίνει μισό μπουκάλι ουίσκι, οι γυναίκες δείχνουν να διασκεδάζουν περισσότερο, μια από αυτές μάλιστα χορεύει πάνω στο τραπέζι κάτι που προκαλεί τη δυσαρέσκεια του Νίκου Κοεμτζή που τις ζητά να φύγουν όπως και γίνεται.
Ο Τύπος της περιόδου παρακολουθεί με συνεχή πρωτοσέλιδα την εξέλιξη της υπόθεσης, από τη σφαγή και τη σύλληψη του Κοεμτζή μέχρι τη δίκη του.
Σύντομα η ανδροπαρέα μετακινείται σε τραπέζι δίπλα στη πίστα, και γύρω στις 4 τα ξημερώματα ο Δημοσθένης Κοεμτζής ζητά παραγγελιά από τον Κώστα Καρουσάκη τις “Βεργούλες” του Μάρκου Βαμβακάρη ώστε χορέψει μόνος του. Ο τραγουδιστής, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο προσπαθεί να τον αποφύγει λέγοντας ότι δεν μπορεί ν’ αδειάσει Σάββατο βράδυ όλη την πίστα, τραγουδά ένα αργό τραγούδι για να εκτονώσει τη διασκέδαση και φεύγει στα παρασκήνια, αφού πρώτα ενημερώνει τον επόμενο τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη για όσα προηγήθηκαν.
Πράγματι όταν ο τελευταίος ανεβαίνει στη πίστα ο Δημοσθένης τον απειλεί ότι αν δεν εκτελέσει την επιθυμία-διαταγή του “Θα χαλάσουμε το μαγαζί”. Όταν ο τραγουδιστής ξεκινά τελικά τις “Βεργούλες” στη πίστα παραμένουν κκόμα κάποιοι που χορεύουν. Βλέποντάς τους ο Δημοσθένης αρπάζει το μικρόφωνο και φωνάζει “Παραγγελιά ρε δεν ακούτε ;” και πριν προλάβει κάποιος να αντιδράσει γρονθοκοπεί έναν θαμώνα ρίχνοντάς τον πάνω σε τραπέζι, Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και ένας πελάτης αρπάζουν άμεσα τον Δημοσθένη και τον τραβούν στη κουζίνα, ενώ ο τελευταίος κρατώντας προσπαθεί να αμυνθεί
Σύντομα η ανδροπαρέα μετακινείται σε τραπέζι δίπλα στη πίστα, και γύρω στις 4 τα ξημερώματα ο Δημοσθένης Κοεμτζής ζητά παραγγελιά από τον Κώστα Καρουσάκη τις “Βεργούλες” του Μάρκου Βαμβακάρη ώστε χορέψει μόνος του. Ο τραγουδιστής, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο προσπαθεί να τον αποφύγει λέγοντας ότι δεν μπορεί ν’ αδειάσει Σάββατο βράδυ όλη την πίστα, τραγουδά ένα αργό τραγούδι για να εκτονώσει τη διασκέδαση και φεύγει στα παρασκήνια, αφού πρώτα ενημερώνει τον επόμενο τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη για όσα προηγήθηκαν.
Πράγματι όταν ο τελευταίος ανεβαίνει στη πίστα ο Δημοσθένης τον απειλεί ότι αν δεν εκτελέσει την επιθυμία-διαταγή του “Θα χαλάσουμε το μαγαζί”. Όταν ο τραγουδιστής ξεκινά τελικά τις “Βεργούλες” στη πίστα παραμένουν κκόμα κάποιοι που χορεύουν. Βλέποντάς τους ο Δημοσθένης αρπάζει το μικρόφωνο και φωνάζει “Παραγγελιά ρε δεν ακούτε ;” και πριν προλάβει κάποιος να αντιδράσει γρονθοκοπεί έναν θαμώνα ρίχνοντάς τον πάνω σε τραπέζι, Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και ένας πελάτης αρπάζουν άμεσα τον Δημοσθένη και τον τραβούν στη κουζίνα, ενώ ο τελευταίος κρατώντας προσπαθεί να αμυνθεί
.
Το νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα της Αθήνας” είναι ο χώρος που εξελίσσεται η απίστευτη τραγωδία.
Είναι η ώρα εμφάνισης του πρωταγωνιστή του δράματος Νίκου Κοεμτζή που έχοντας στο χέρι ένα μαχαίρι γερμανικής κατασκευής μήκους 21,5 εκατοστών με ανάγλυφη παράσταση κεφαλιού ινδιάνου, προχωρά σε αυτό που ο Διονύσης Σαββόπουλος στο “Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο” ονομάζει “φρικαλέα ατραξιόν του”. Βρισκόμενος σε παροξυσμό δολοφονεί τρεις θαμώνες (δύο εκ των οποίων είναι αστυνομικοί), τραυματίζει επτά (ακόμα και τον τρίτο της παρέας του) και εν συνεχεία προσπαθεί να διαφύγει χτυπώντας όποιον τον πλησιάζει.
Είναι η ώρα εμφάνισης του πρωταγωνιστή του δράματος Νίκου Κοεμτζή που έχοντας στο χέρι ένα μαχαίρι γερμανικής κατασκευής μήκους 21,5 εκατοστών με ανάγλυφη παράσταση κεφαλιού ινδιάνου, προχωρά σε αυτό που ο Διονύσης Σαββόπουλος στο “Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο” ονομάζει “φρικαλέα ατραξιόν του”. Βρισκόμενος σε παροξυσμό δολοφονεί τρεις θαμώνες (δύο εκ των οποίων είναι αστυνομικοί), τραυματίζει επτά (ακόμα και τον τρίτο της παρέας του) και εν συνεχεία προσπαθεί να διαφύγει χτυπώντας όποιον τον πλησιάζει.
Ο Νίκος Κοεμτζής οδηγείται στην αστυνομική κλούβα και από εκεί στη φυλακή όπου θα περάσει και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Η συνέχεια γνωστή. Ο Νίκος Κοεμτζής συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο αλλά γλιτώνει τελευταία στιγμή την εκτέλεση, ζει 23 μαρτυρικά χρόνια στις φυλακές όλης της χώρας, αποφυλακίζεται το 1996 και μέχρι το 2011 που πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή, ζει μια ασκητική ζωή τιμωρώντας έτσι, όπως λέει ο ίδιος, καθημερινά τον εαυτό του για το ανεπανόρθωτο κακό που προκάλεσε.
Η συνέχεια γνωστή. Ο Νίκος Κοεμτζής συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο αλλά γλιτώνει τελευταία στιγμή την εκτέλεση, ζει 23 μαρτυρικά χρόνια στις φυλακές όλης της χώρας, αποφυλακίζεται το 1996 και μέχρι το 2011 που πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή, ζει μια ασκητική ζωή τιμωρώντας έτσι, όπως λέει ο ίδιος, καθημερινά τον εαυτό του για το ανεπανόρθωτο κακό που προκάλεσε.
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!