Δραματικές εικόνες από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι μετέφεραν στο δικαστήριο οι μάρτυρες που έχασαν δικούς τους ανθρώπους στην πύρινη λαίλαπα στην δίκη που συνεχίζεται.
Η Ιωάννα Πεταλά που πενθεί τους γονείς της οι οποίοι κάηκαν στην πυρκαγιά κι η ίδια φέρει εκτεταμένα εγκαύματα σε όλο της το σώμα περιέγραψε όσα έγιναν.
«Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλέους. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω.
Όταν ακινητοποιηθήκαμε είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω βγείτε έξω θα καούμε. Έπεσε πολύς πυκνός μαύρος καπνός», είπε.
Αναφερόμενη στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν, κατευθυνόμενοι προς τη θάλασσα. «Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό…Κάποιος μου λέει κοπέλια καίγεσαι. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».
Όλοι περίμεναν μία βοήθεια η οποία όμως δεν ερχόταν. «Κάποια στιγμή κάποιος μίλησε με ένα δικό του. «Είμαστε όλοι στην παραλία, ειδοποίησε κάποιον να μας σώσει». Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω που είναι η μάνα μου. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω.
Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες. Έχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλυτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στην εικόνα των δύο γονιών της όταν βρέθηκαν.
«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι. Δεν κατάφερε να πάει μακριά» ανέφερε και ξέσπασε για την ολιγωρία των Αρχών.
«Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα…ήταν μια κατηφόρα. Οι δικοί μου θα ζούσαν» κατέληξε η μάρτυρας.
Η αδελφή της, Δήμητρα Πεταλά που κατέθεσε στη συνέχεια έκανε λόγο για το χάος που επικρατούσε. «Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανε δεκάδες τηλέφωνα παντού. Λιμενικό, πυροσβεστική, νοσοκομεία. Δεν έβρισκα κανένα. Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα τηλέφωνο από την πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης».
Όταν πλέον ενημερώθηκε ότι η αδελφή της νοσηλεύεται, ζήτησε να της μιλήσει. «Μου είπαν «δεν μπορείτε, είναι καμένα τα χέρια της». Καταλαβαίνετε το σοκ. Πήγα να την δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ήταν άλλοι 3 μαζί με την αδελφή μου» εξήγησε η μάρτυρας που περιέγραψε στη συνέχεια ότι μόνη πήρε τηλέφωνο να αναγνωρίσει τους νεκρούς γονείς της. «Δεν είχα καμία ενημέρωση. Πήρα τηλέφωνο και τους λέω «νομίζω πως σε αυτούς τους σάκους που έχετε, έχω δυο νεκρούς μέσα»».
«Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλέους. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω.
Όταν ακινητοποιηθήκαμε είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω βγείτε έξω θα καούμε. Έπεσε πολύς πυκνός μαύρος καπνός», είπε.
Αναφερόμενη στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν, κατευθυνόμενοι προς τη θάλασσα. «Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό…Κάποιος μου λέει κοπέλια καίγεσαι. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».
Όλοι περίμεναν μία βοήθεια η οποία όμως δεν ερχόταν. «Κάποια στιγμή κάποιος μίλησε με ένα δικό του. «Είμαστε όλοι στην παραλία, ειδοποίησε κάποιον να μας σώσει». Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω που είναι η μάνα μου. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω.
Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες. Έχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλυτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στην εικόνα των δύο γονιών της όταν βρέθηκαν.
«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι. Δεν κατάφερε να πάει μακριά» ανέφερε και ξέσπασε για την ολιγωρία των Αρχών.
«Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα…ήταν μια κατηφόρα. Οι δικοί μου θα ζούσαν» κατέληξε η μάρτυρας.
Η αδελφή της, Δήμητρα Πεταλά που κατέθεσε στη συνέχεια έκανε λόγο για το χάος που επικρατούσε. «Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανε δεκάδες τηλέφωνα παντού. Λιμενικό, πυροσβεστική, νοσοκομεία. Δεν έβρισκα κανένα. Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα τηλέφωνο από την πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης».
Όταν πλέον ενημερώθηκε ότι η αδελφή της νοσηλεύεται, ζήτησε να της μιλήσει. «Μου είπαν «δεν μπορείτε, είναι καμένα τα χέρια της». Καταλαβαίνετε το σοκ. Πήγα να την δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ήταν άλλοι 3 μαζί με την αδελφή μου» εξήγησε η μάρτυρας που περιέγραψε στη συνέχεια ότι μόνη πήρε τηλέφωνο να αναγνωρίσει τους νεκρούς γονείς της. «Δεν είχα καμία ενημέρωση. Πήρα τηλέφωνο και τους λέω «νομίζω πως σε αυτούς τους σάκους που έχετε, έχω δυο νεκρούς μέσα»».
To fullpress365.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!